Για τα ερωτήματά σας προτιμήστε την αποστολή email (simvoulatoras@gmail.com) ή την συμπλήρωση της φόρμας με τον τίτλο «Ρωτήστε μας» που υπάρχει κάτω ακριβώς από τον τίτλο του ιστολογίου. Ελάχιστη αμοιβή 25 ευρώ +Φπα 24%. Ελάχιστη αμοιβή για ραντεβού 50 ευρώ +Φπα 24%.



Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερο στα χέρια τους-του Γ.Σεφέρη

Ο Μακρυγιάννης όταν γίνεται το Σύνταγμα της 3nς Σεπτεμβρίου πέφτει στα χέρια των πολιτικών και εξευτελίζεται και ολοένα αποτραβιέται από τον κόσμο. «Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερο στα χέρια τους» γράφει κατά το 1851 «όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και Βουλευταί, το 'χουν σε δόξα, το 'χουν σε τιμή, το 'χουν σε ικανότη το να τους ειπείς ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά στην πατρίδα.
 Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται.Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας» (Β' 463).

Και πάλι: «Φανήκετε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε στην πατρίδα, αρχή και τέλος. Σας θεωρούσαν οι μέσα και οι έξω πώς κάτι ήσασταν. Κι είστε ό,τι είστε. Ήσασταν ο,τ ι θεωρούσαν οι Ευρωπαίοι το Σουλτάνο και δέν τολμούσαν να του αφαιρέσουν τον τίτλο του «Γκρανσινιόρη».Όσο έβλεπαν το τζαμί στη Βιένα, σκιάζονταν κι έτρεμαν να μην πάγει και παραμέσα και φκιάσει κι άλλα τζαμιά. Κι από αυτό το φόβο κάποτε του πλέρωναν και φόρο. Κι όταν βήκαν μια χούφτα άνθρωποι και τούς απόδειξαν ότι δέν έχει πλέον ό Γκρανσινιόρης μαστόρους να χτίσει τζαμιά- ότι θα πέσουν
κι αυτά πού έχει, από τότε τον λένε «ό Τούρκος». Και γι' αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τά φώτα τους να μας προκόψουν.Όμως και χωρίς κανένας από αυτούς να μας πειράξει μ' έργα, ας είστε καλά εσείς, που δέν αφήσετε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους πού είμαστε» (Β' 462).
Μόνο οι παλιοί του σύντροφοι τον βλέπουν. Ωστόσο ή Κυβέρνηση πάντα τον υποψιάζεται.Ό ΌΘων ποτέ δέν του συγχώρεσε τη συνωμοσία του '43.Ό Μακρυγιάννης είναι πάντα γι' αύτούς ένα άγριο θηρίο πού πρέπει να κλειστεί στο κλουβί. Έτσι κατά το Σεπτέμβριο του '51 αρχίζουν και
κυκλοφορούν οι κατηγορίες ανυπόστατες, αστήριχτες, πού δέν αποδείχτηκαν ποτέ: Ό Μα-
κρυγιάννης θέλει να σκοτώσει το βασιλιά, θέλει να κάνει δημοκρατία.Ό Μακρυγιάννης συ-
νεννοείται με κάτι πρόσφυγες Πολωνούς πού κυκλοφορούν ανατρεπτικές προκηρύξεις. Ό
Μακρυγιάννης είπε ύποπτες κουβέντες σ' έναν Ν. Στεφανίδη, διαβόητο βωμολόχο, πού είναι και ό μοναδικός μάρτυρας στη δίκη του.'Έτσι τον περιορίζουν στο σπίτι του. Ό Μακρυγιάννης είναι σάπιος από τις εφτά πληγές πού μάζεψε στον αγώνα. «Αί πληγαί συχνά ήνοίγοντο αίμορροούσαι» γράφει ό γιατρός Γούδας πού μίλησε στην κηδεία του• «ό έξ αυτών πυρετός κατεβίβρωσεν αυτόν...
Βαρείαι νόσοι έπήρχοντο, ή δέ ανάρρωσις έγίνετο Βραδύτατη. Ταύτα ήσαν τα αγαθά ών έλαχεν ό Μακρυγιάννης ως αμοιβής των υπέρ πατρίδος έξοχων υπηρεσιών αυτού.
Πληγαί και άσθένειαι πολυώδυνοι, και μετ' αυτών πενία δυσθεράπευτος ομοίως ως έκείναι» (Α' μη' - μθ ). Οί πληγές του κεφαλιού, πού πήρε στη μάχη του Σερπετζέ,τον κάνουν κάποτε έξαλλο. Τρείς μέρες προτού τον πάνε στις φυλακές του Μεντρεσέ, μην έχοντας άλλον κριτή να τον δικαιώσει, όπως στα νιάτα του στην εκκλησιά του Άι-Γιάννη, κάθεται και γράφει στον ίδιο το θεό: «Και δέ μας
ακούς και δέ μας βλέπεις... Και να σκούζω νύχτα και μέρα από τις πληγές μου. Και να βλέπω τη δυστυχισμένη μου φαμιλιά και παιδιά μου πνιμένα στά κλάματα και ξυπόλητα.
Και έξι μήνες φυλακωμένος σέ δυο άδρασκελιές κάμαρη...
Και γιατρό να μη βλέπομε, ούτε ν' αφήνουν κανένα να πλησιάσει να μας ίδεί.'Όλοι θέλουν να χαθούμε. Mας κάνουν άνάκρισες όλουνών, κατ' οίκον έρευνα, σπίτια, κατώγια,
ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου... Και τις 13 τουτουνού  του μήνα... ήρθε ό μοίραρχος με τη στολή του, όπου μας φύλαγε, και μου λέγει να πάγω στη φυλακή του Μεντρεσέ,όπου φυλακώνουν τους κακούργους...» (Α' πα'-πβ).
Αλλά τούτη τη φορά δέν μπόρεσε να κλείσει τις συμφωνίες με το θεό.Είχαν αλλάξει τα χρόνια. Και τον πήγαν στο Μεντρεσέ, και τον ραπίσανε, και τον προπηλακίσανε,και τον κρίνανε σε μια δίκη πού ήτανε μια μεγάλη αδιαντροπιά, και τον καταδικάσανε σε θάνατο, πού έγινε ύστερα δεσμά και τού χαρίστηκαν στις 2 Σεπτεμβρίου 1854.
Ό Μακρυγιάννης είναι πια ένα λεβέντικο κουρέλι. Δε μιλά παρά με το θεό και τα μικρότερα παιδιά του. Το σπίτι του και το περιβόλι του είναι ρημάδια. Ό τελευταίος ήχος τής φωνής του -ό τελευταίος πού ξέρουμε και πού θ' ακούσετε τώρα- έρχεται από μακριά,πολύ μακριά. Θαρρείς πως μια ολόκληρη φυλή πάει να ξεψυχήσει: «Άφου με λευτέρωσαν και πήγα στο χαλασμένο μου σπίτι
και στην ταλαίπωρη μου οικογένεια... μ' άνάδωσαν οι πληγές, τη μια Λαμπρή έπέρσι και τη Λαμπρή που πέρασε πάγει δυο χρόνια τώρα... Πήγα στη σπηλιά πού 'ναι στο περιβόλι μου να ξανασάνω... Και με το στανιό και ακουμπώντας με το ξύλο, έσωσα εκεί. Μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρσές άνθρώπινες απάνω μου: «Φάγε απ' αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσεις πού 'θελες να κάμεις Σύνταμα!» Και μ' ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα κι από τ' αγκυλώματα ...• έσάπισα, έσκουλήκιασα... Αυτά έστειλα στη δημαρχία κι ακρόαση δέ μου 'δωσε.
Και ξακολούθαγε αυτό ως την παραμονή της Σωτήρος. Κι ανήμερα με χτύπησαν πολύ- έμεινα νεκρός- δέ στανόμουν,ζωντανός είμαι η πεθαμένος...» (Α', πς'-πζ').[...]
Το περιεχόμενο τής γραφής του Μακρυγιάννη είναι ό ατέλειωτος και ό πραγματικός αγώνας ενός ανθρώπου,πού με όλα τα ένστικτα της φυλής φυλής του ριζωμένα βαθιά μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο,την ανθρωπιά. «Ανάμεσα Πάτρα και Γαστούνι» σημειώνει
-το περιστατικό πρέπει να έχει συμβεί γύρω στα 1830-«είναι ένα χωριό, το Μέγα Σπήλαιγο. "Εκαμα κονάκι εκεί.
Μου παραπονιόνται οί κάτοικοι από την τυραγνία πού δοκιμάζουν από τους καλογέρους: ό,τι παίρνουν το άρπάζουν αύτήνοι. Είχα κονάκι σ' ένου παπα το σπίτι. Τότε τους λέγω
«Σαν τραβάτε τόση τυραγνία, δέν τ' αφήνετε τό χωριό σας να φύγετε, να πάτε σ' άλλο χωριό εθνικό, πού 'ναι, τόσα;
Μου λέγει ή παπαδιά: «Όταν ήρθαν οί Τουρκοι, εμείς ήμαστε μέσα στο Βάλτο στο νερό, τόσες ψυχές, νά γλιτώσουμε.
Και ήρθαν οί Τουρκοι και μας πιάσανε. Και ήταν τό σώμα μας καταματωμένο άπό τις εβδέλες -μας φάγαν. Και τά παιδιά πεταμένα μέσα -γιομάτο τό νερό- σά μπακακάκια πλέγαν. Κι άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ' αφάνισαν κι εμένα και τις άλλες. Γία τί τά τραβήξαμε αύτά; Γι' αυτήνη τήν
πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δέ βρίσκομε άπό κανέναν.'Όλο δόλο και απάτη». Κι έκλαιγε μέ πικρά
δάκρυα. Τήν παρηγόρησα. Μέ πήρε τό παράπονο κι έκλαψα κι εγώ» (Β' 258).
Πολέμησε, αγωνίστηκε πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε,θύμωσε. Αλλά έμεινε -όπως
βγαίνει άπό τό γράψιμο του τό απελέκητο- πάντα oρθός ως το τέλος: άνθρωπος στο ύψος του
ανθρώπου. Δέν έγινε μήτε υπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι.Αλήθεια, μιά άπό τις χάρες του
Μακρυγιάννη, πού γεμίζει αγαλλίαση τήν ψυχή, είναι αύτό τό συναίσθημα, πού δέν παύει ποτέ
νά μάς δίνει τό συναίσθημα πως έχουμε στο πλάι μας έναν οδηγό -τόσο άνθρώπινο-, πού είναι
μέτρο των πραγμάτων και τών όντων. Αύτό τό ίδιο συναίσθημα πού είναι ζυμωμένο μέ κάθε
έλληνική ιδιοσυγκρασία, άπό τούς παμπάλαιους καιρούς πού ό Οίδίποδας κατάργησε τή Σφίγγα και τον εφιαλτικό κόσμο της λέγοντας μόνο μιά λέξη: ό ανθρωπος.
Ό ελεύθερος ανθρωπος, ό δίκαιος ανθρωπος, ό ανθρωπος  ζυγαριά τnς ζωής -άν υπάρχει μία ιδέα βασικά ελληνική, δέν είναι άλλη. Γεννιέται στά χαράματα της έλληνικής σκέψης έπειτα τή διατυπώνει μία γιά πάντα ό Αϊσχύλος.Όποιος ξεπερνά τό μέτρο είναι ύβριστής, και ύβρις  είναι τό μεγαλύτερο κακό πού μπορεί νά μάς συμβεί. Γιά νά μεταχειριστώ τή φρασεολογία τοϋ Μακρυγιάν-
νη, οί Έλληνες, απο τά παλιά εκείνα χρόνια, είναι στο «έμείς», δέν είναι στο «έγώ». Γιατί μόλις τό έγώ γυρέψει νά ξεπεράσει τό έμείς, άμέσως ή 'Άτη, ή αύστηρή μοίρα πού φροντίζει γιά τήν ισορροπία του κόσμου, τό κεραυνώνει.'Ολάκερη ή άρχαία μας τραγωδία είναι γεμάτη άπό τά σύμβολα αύτής της Ιδέας.

Απο το βιβλίο του Γ.Σεφέρη ,Ενας Έλληνας-ο Μακρυγιάννης.

Πηγή: περιοδικό Πειραική Εκκλησία,τ224 Μαϊος 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Διαχειριστής δεν υποχρεούται σε απαντήσεις επί των σχολίων. Οι απαντήσεις σε ερωτήματα δίδονται έναντι αμοιβής, όπως αναφέρεται σχετικά στο πάνω μέρος του ιστολογίου στο κουτάκι με το τίτλο ΡΩΤΗΣΤΕ ΜΑΣ.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.