«Η περαίωση δεν είναι απλώς ένα εκβιαστικό χαράτσι της κυβέρνησης. Είναι η ομολογία αποτυχίας της στη φορολογική πολιτική της. Επειδή δεν μπορεί να πιάσει τους φοροφυγάδες, επιβάλλει ένα γενικό μέτρο κι όποιον πάρει ο χάρος.
Οποιαδήποτε φορολογικά μέτρα τέτοιου είδους έχουν βραχυπρόθεσμα έσοδα για το Δημόσιο, είναι όμως δυναμίτης για την ορθολογικοποίηση του φορολογικού συστήματος.
Διότι στέλνουν λάθος μήνυμα στον φορολογούμενο που λέει, εντάξει τώρα ας μην είμαι συνεπής διότι σε μερικά χρόνια πάλι κάποιος θα έρθει και θα με ξαναρυθμίσει».
Γ. Παπακωνσταντίνου, 28.8.2008
«Η περαίωση δεν είναι συγχωροχάρτι».
Γ. Παπακωνσταντίνου, Σεπτέμβριος 2010
Η«ΠΕΡΑΙΩΣΗ» ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΝΟΜΟΣ (Ν.3888/2010, Φ.Ε.Κ.175Α'/30.9.2010) και συνεπώς οι τυχόν αντικρουόμενες δηλώσεις του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών έχουν μόνο ιστορικό ενδιαφέρον. Ιδίως, διότι αυτές αποτυπώνουν το γεγονός ότι η άσκηση πολιτικής στη χώρα συχνά ταυτίζεται με την πολιτική επιλογή της μεταβολής θέσεων και απόψεων. Επίσης ιδίως διότι, αποτυπώνουν για μια φορά ακόμη τη δυσκολία ανάληψης του πολιτικού κόστους των λόγων που οδηγούν στη λήψη αποφάσεων. Ο δικαιολογητικός λόγος της περαίωσης δεν μπορεί να είναι η μελλοντική αναδιάταξη του φορολογικού και ελεγκτικού μηχανισμού. Η λογική επιβάλλει τη χρονική της αλληλουχία. Πρώτα αναδιατάσουμε και μετά ξεκαθαρίζουμε. Δεν ξεκαθαρίζουμε, ώστε να αναδιατάξουμε. Διότι, αν πράξουμε το δεύτερο, το αποτέλεσμα θα είναι η για μια ακόμη φορά εξασθένιση του βαθμού της φορολογικής συνείδησης. Κάθε ασυνεπής φορολογούμενος, κάθε εκδότης ή λήπτης εικονικού φορολογικού στοιχείου θα «βολευτεί» πληρώνοντας σήμερα χωρίς δίωξη και χωρίς άλλες βαριές συνέπειες. Μετά, αφού θα έχει διαφύγει τον κίνδυνο, θα περιμένει τη μελλοντική αναδιάταξη, έχοντας στο μεταξύ πλήρως δικαιωθεί για την παραβατική συμπεριφορά του.
ΟΥΔΕΙΣ ΠΑΡΑΒΛΕΠΕΙ το γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν 2.500.000 ανέλεγκτες χρήσεις. Ότι η εκκρεμοδικία στα διοικητικά δικαστήρια ξεπερνά σε ύψος το ποσό των 30 δις ευρώ. Ότι ο χρόνος τελεσιδικίας μιας φορολογικής υπόθεσης αγγίζει τα δέκα έτη. Ότι εκκρεμούν 150.000 φορολογικές δίκες. Ότι 1.300.000 Έλληνες βαρύνονται με ληξιπρόθεσμες οφειλές, οι οποίες ξεπερνούν τα 30 δις ευρώ. Ότι οι φορολογικές υπηρεσίες δεν μπορούν να ελέγξουν πάνω από το 3% του συνόλου των προς έλεγχο (κατ’ έτος) φορολογικών υποθέσεων. Και τέλος, ουδείς αμφισβητεί ότι ο κύριος λόγος της εκτεταμένης και επείγοντος χαρακτήρα περαίωσης Ν.3888/2010 είναι η άμεση, χωρίς υψηλό κόστος, χωρίς διαμεσολαβητές και χωρίς προσκόμματα συλλογή ρευστού στα δημόσια ταμεία.
ΟΥΔΕΙΣ, ΟΜΩΣ, ΑΠΟ ΕΜΑΣ έχει την πολυτέλεια να ξεχνά ότι η λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας πρέπει να βασίζεται σε συστημικούς σταθερούς κανόνες. Ότι ο σεβασμός και η τήρηση των κανόνων αυτών, όπως αυτοί αποτυπώνονται στον συνταγματικό χάρτη, αποκτά ουσιώδη σημασία, όταν η κοινωνία και κατά συνέπεια η χώρα βρίσκεται σε κρίση και δίνει μεγάλη και επώδυνη μάχη για την επιβίωσή της. Ότι την ώρα που χρειάζεται η επιστράτευση καθενός από εμάς για να βοηθηθεί το κράτος απαραίτητο είναι τόσο να ενδυναμωθούν οι δημοκρατικές εγγυήσεις ώστε η εκτελεστική εξουσία να δρα νόμιμα, όσο και να προφυλαχθεί το πλαίσιο των ατομικών δικαιωμάτων έναντι της δράσης της Διοίκησης. Άλλως, με πρόφαση την κρίση, την ανάγκη είσπραξης των δημοσίων εσόδων, το Μνημόνιο κ.ο.κ. θα απωλέσουμε την ίδια την ουσία του δημοκρατικού κράτους. Θα δεχθούν πλήγμα η αρχή του κράτους δικαίου, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ο έλεγχος της διοικητικής δράσης και εν τέλει το εύρος των δικαιωμάτων των πολιτών έναντι της διοικητικής αυθαιρεσίας.
ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ;
ΔΙΟΤΙ, οι διατάξεις του Ν.3888/2010 μας προβληματίζουν ιδιαίτερα. Όχι τόσο επειδή το Ελληνικό Δημόσιο αποφάσισε να προσφύγει άλλη μια φορά σε διαδικασία «περαίωσης» εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, γεγονός που συνιστά πάγια τακτική των τελευταίων δεκαετιών και αποτύπωση της αδυναμίας του ελεγκτικού μηχανισμού. Η ανησυχία μας εστιάζεται περισσότερο στη μέθοδο, που επιλέχθηκε καθώς και στις επιμέρους ρυθμίσεις.
ΕΞΗΓΟΥΜΑΣΘΕ:
• Μέσα στους δέκα μήνες του κοινοβουλευτικού βίου της παρούσας κυβέρνησης ο Ν.3888/2010 είναι ο έκτος νόμος, ο οποίος ψηφίζεται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Διαδικασία η οποία περιορίζει τη νομοθετική εξουσία από τη δυνατότητα να ασκήσει με ευρύτητα το συνταγματικό της ρόλο.
• Κάθε διαδικασία «περαίωσης» πλήττει τη συνταγματική ρύθμιση της φορολογικής ισότητας (άρθρο 4 παρ. 5 Σ.). Η προσβολή γίνεται ακόμη οξύτερη, όταν στο πεδίο των ευνοϊκών ρυθμίσεων περιλαμβάνονται και οι λήπτες των εικονικών φορολογικών στοιχείων και ακόμη χειρότερα όταν περιλαμβάνονται και οι εκδότες αυτών, οι οποίοι δεν μπορούν καν να ισχυρισθούν καλή πίστη. Παράλληλα, προσβάλλεται η αρχή της φοροδοτικής ικανότητας. Χωρίς γενικό και αντικειμενικό κριτήριο εξαιρούνται της ρύθμισης για τη φορολογία εισοδήματος οι κατέχοντες μεγάλη ακίνητη περιουσία. Έτσι, εντάσσονται στο ευνοϊκό πεδίο όσοι ηθελημένα εξαπάτησαν, δηλαδή οι εκδότες φορολογικών στοιχείων, ενώ παράλληλα εξαιρούνται από αυτό οι συνεπείς φορολογούμενοι, οι οποίοι είχαν την ατυχία με νόμιμα φορολογηθέντα εισοδήματά τους να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία.
• Ο νομοθέτης επιλέγει την παροχή εθελοντικής «φορολογικής αμνηστίας». Παράλληλα, διατηρεί για τη Διοίκηση τη δυνατότητα να επανέλθει σε περίπτωση ύπαρξης συμπληρωματικών στοιχείων, ακόμη και όταν αυτά έχουν σήμερα εντοπισθεί, αλλά δεν έχουν καταχωρισθεί στο πληροφοριακό σύστημα. Για μια φορά ακόμη δυναμιτίζεται η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη Διοίκηση. Πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται ο νομοθέτης την αμετάκλητη περαίωση και το οριστικό ξεκαθάρισμα; Ή παρέχει την αμφίβολης συνταγματικότητας αμνηστία ή όχι. Με την επιλογή του, ξανανοίγει το γαϊτανάκι του νομικού ορισμού των οψιγενών στοιχείων, εντείνει την ανασφάλεια των φορολογουμένων και διακινδυνεύει την εκ νέου αύξηση δικαστικών υποθέσεων. Αλήθεια, τι θα συμβεί αν, ενώ ο φορολογούμενος έχει αποδεχθεί το αρχικό εκκαθαριστικό περαίωσης, αρνηθεί το συμπληρωματικό που θα εκδοθεί με βάση τα οψιγενή στοιχεία, την αλήθεια και ακρίβεια των οποίων τυχόν δεν θα αποδεχθεί. Τα δικαστήρια και οι δικηγόροι, θα μας απαντήσουν σε μελλοντικούς χρόνους.
• Κατά τη ρύθμιση για την «περαίωση» εκκρεμών υποθέσεων Φ.Π.Α., εξέτασε ο νομοθέτης τη νομολογία του Δ.Ε.Κ.(Ευρωπαικού Δικαστηρίου), αναφορικά με παρόμοιου τύπου ευρείες «αμνηστίες»; Και αν ναι, ποιά διαφοροποιούμενα κριτήρια επέλεξε για την παρούσα ρύθμιση, ώστε να αποφύγει ανάλογο έλεγχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής;
• Εξακολουθούν οι χρόνοι παραγραφής να είναι μακρείς. Ταυτόχρονα, εξακολουθεί ισχύουσα η προσφιλής τακτική της παράτασής τους με αυτοτελείς νομοθετικές ρυθμίσεις. Ρυθμίσεις, οι οποίες κατ’ ουσία παραβιάζουν την αρχή της βεβαιότητας του φόρου και καταδεικνύουν την αδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας να ανταπεξέλθει στον θεσμικό ελεγκτικό της ρόλο. Παράλληλα, με το άρθρο 15, ορίζεται ότι παρατείνεται ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων ταμειακά χρεών μέχρι την 31.12.2012. Όμως, η ρύθμιση δεν περιορίζει την εφαρμογή της μόνο για χρέη, ο χρόνος παραγραφής των οποίων δεν έχει λήξει κατά το χρόνο ψήφισής της.
• Πώς ακριβώς συνάδει με το άρθρο 78 του Συντάγματος η ρύθμιση με την οποία τροποποιείται το άρθρο 48 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος στην προσπάθεια να ελεγχθεί κάθε περιουσιακή προσαύξηση; Πώς ακριβώς στη διάταξη αυτή ορίζεται το υποκείμενο, το αντικείμενο του φόρου, ο φορολογικός συντελεστής; Πώς ακριβώς διαπιστώνεται η ύπαρξη σταθερής πηγής προς εκμετάλλευση καθώς και η περιοδικότητα των καρπών που προκύπτουν από την εκμετάλλευση αυτή;
• Η θέσπιση ολοένα και πιο αυστηρών ποινών για την παραβίαση φορολογικών διατάξεων προς τον σκοπό του περιορισμού της φοροδιαφυγής θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτό που προσπαθεί να επιλύσει. Η έλλειψη αναλογίας μεταξύ μέτρου και σκοπού και η αποστέρηση από τα διοικητικά δικαστήρια της δυνατότητας επιμέτρησης των κυρώσεων προσβάλουν με οξύ τρόπο την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, με αποτέλεσμα οι οικείες ρυθμίσεις να κινδυνεύουν να ανατραπούν.
• Πώς ακριβώς συνάδει με την αρχή του κράτους δικαίου το «αυτόματο» κλείσιμο καταστήματος; Ιδίως, αφού ο επιτηδευματίας δεν θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει προηγούμενη ακρόαση (άρθρο 20 παρ. 2 Σ.), αλλά ούτε θα τυγχάνει αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Σ.), αφού η κύρωση θα εκτελείται άμεσα προτού να εκδικασθεί τυχόν ένδικο μέσο του;
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ να καταγράψουμε αρκετές ακόμη παρατηρήσεις. Προκειμένου οι αναγνώστες μας να έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν ιδία αντίληψη, δημοσιεύουμε στο παρόν τεύχος τον Ν.3888/2010, την αιτιολογική του έκθεση, την έκθεση της Β' Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών της Βουλής στην οποία με επιστημονικό τρόπο έχουν τα ανωτέρω και αρκετά περισσότερα επισημανθεί αλλά αγνοήθηκαν από το φορολογικό νομοθέτη, καθώς και την C-132/2006 απόφαση του Δ.Ε.Κ. με την οποία κρίθηκε ως αντίθετη στη Νομοθεσία Ε.Ε. ανάλογη ρύθμιση «αμνηστίας» αναφορικά με τον Φ.Π.Α. στην Ιταλία.
ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ στο οποίο καταλήγουμε δεν είναι ευχάριστο. Με επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος, ιδίως για την εκτέλεση των όρων του Μνημονίου, η εκτελεστική εξουσία ενδυναμώνεται. Ο νομοθέτης και ο δικαστής περιορίζονται, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να αναπτύξουμε και στο επόμενο τεύχος αναφορικά με τις εξαγγελθείσες από το υπουργείο Οικονομικών προθέσεις του αναφορικά με την τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Όμως, αυτή η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και ο περιορισμός των νομοθετικών και δικαστικών εγγυήσεων είναι ίσως πιο επικίνδυνοι και από την ίδια την οικονομική κρίση.
Της Ασπασίας Μάλλιου Πηγή:Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας
Οποιαδήποτε φορολογικά μέτρα τέτοιου είδους έχουν βραχυπρόθεσμα έσοδα για το Δημόσιο, είναι όμως δυναμίτης για την ορθολογικοποίηση του φορολογικού συστήματος.
Διότι στέλνουν λάθος μήνυμα στον φορολογούμενο που λέει, εντάξει τώρα ας μην είμαι συνεπής διότι σε μερικά χρόνια πάλι κάποιος θα έρθει και θα με ξαναρυθμίσει».
Γ. Παπακωνσταντίνου, 28.8.2008
«Η περαίωση δεν είναι συγχωροχάρτι».
Γ. Παπακωνσταντίνου, Σεπτέμβριος 2010
Η«ΠΕΡΑΙΩΣΗ» ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΝΟΜΟΣ (Ν.3888/2010, Φ.Ε.Κ.175Α'/30.9.2010) και συνεπώς οι τυχόν αντικρουόμενες δηλώσεις του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών έχουν μόνο ιστορικό ενδιαφέρον. Ιδίως, διότι αυτές αποτυπώνουν το γεγονός ότι η άσκηση πολιτικής στη χώρα συχνά ταυτίζεται με την πολιτική επιλογή της μεταβολής θέσεων και απόψεων. Επίσης ιδίως διότι, αποτυπώνουν για μια φορά ακόμη τη δυσκολία ανάληψης του πολιτικού κόστους των λόγων που οδηγούν στη λήψη αποφάσεων. Ο δικαιολογητικός λόγος της περαίωσης δεν μπορεί να είναι η μελλοντική αναδιάταξη του φορολογικού και ελεγκτικού μηχανισμού. Η λογική επιβάλλει τη χρονική της αλληλουχία. Πρώτα αναδιατάσουμε και μετά ξεκαθαρίζουμε. Δεν ξεκαθαρίζουμε, ώστε να αναδιατάξουμε. Διότι, αν πράξουμε το δεύτερο, το αποτέλεσμα θα είναι η για μια ακόμη φορά εξασθένιση του βαθμού της φορολογικής συνείδησης. Κάθε ασυνεπής φορολογούμενος, κάθε εκδότης ή λήπτης εικονικού φορολογικού στοιχείου θα «βολευτεί» πληρώνοντας σήμερα χωρίς δίωξη και χωρίς άλλες βαριές συνέπειες. Μετά, αφού θα έχει διαφύγει τον κίνδυνο, θα περιμένει τη μελλοντική αναδιάταξη, έχοντας στο μεταξύ πλήρως δικαιωθεί για την παραβατική συμπεριφορά του.
ΟΥΔΕΙΣ ΠΑΡΑΒΛΕΠΕΙ το γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν 2.500.000 ανέλεγκτες χρήσεις. Ότι η εκκρεμοδικία στα διοικητικά δικαστήρια ξεπερνά σε ύψος το ποσό των 30 δις ευρώ. Ότι ο χρόνος τελεσιδικίας μιας φορολογικής υπόθεσης αγγίζει τα δέκα έτη. Ότι εκκρεμούν 150.000 φορολογικές δίκες. Ότι 1.300.000 Έλληνες βαρύνονται με ληξιπρόθεσμες οφειλές, οι οποίες ξεπερνούν τα 30 δις ευρώ. Ότι οι φορολογικές υπηρεσίες δεν μπορούν να ελέγξουν πάνω από το 3% του συνόλου των προς έλεγχο (κατ’ έτος) φορολογικών υποθέσεων. Και τέλος, ουδείς αμφισβητεί ότι ο κύριος λόγος της εκτεταμένης και επείγοντος χαρακτήρα περαίωσης Ν.3888/2010 είναι η άμεση, χωρίς υψηλό κόστος, χωρίς διαμεσολαβητές και χωρίς προσκόμματα συλλογή ρευστού στα δημόσια ταμεία.
ΟΥΔΕΙΣ, ΟΜΩΣ, ΑΠΟ ΕΜΑΣ έχει την πολυτέλεια να ξεχνά ότι η λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας πρέπει να βασίζεται σε συστημικούς σταθερούς κανόνες. Ότι ο σεβασμός και η τήρηση των κανόνων αυτών, όπως αυτοί αποτυπώνονται στον συνταγματικό χάρτη, αποκτά ουσιώδη σημασία, όταν η κοινωνία και κατά συνέπεια η χώρα βρίσκεται σε κρίση και δίνει μεγάλη και επώδυνη μάχη για την επιβίωσή της. Ότι την ώρα που χρειάζεται η επιστράτευση καθενός από εμάς για να βοηθηθεί το κράτος απαραίτητο είναι τόσο να ενδυναμωθούν οι δημοκρατικές εγγυήσεις ώστε η εκτελεστική εξουσία να δρα νόμιμα, όσο και να προφυλαχθεί το πλαίσιο των ατομικών δικαιωμάτων έναντι της δράσης της Διοίκησης. Άλλως, με πρόφαση την κρίση, την ανάγκη είσπραξης των δημοσίων εσόδων, το Μνημόνιο κ.ο.κ. θα απωλέσουμε την ίδια την ουσία του δημοκρατικού κράτους. Θα δεχθούν πλήγμα η αρχή του κράτους δικαίου, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ο έλεγχος της διοικητικής δράσης και εν τέλει το εύρος των δικαιωμάτων των πολιτών έναντι της διοικητικής αυθαιρεσίας.
ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ;
ΔΙΟΤΙ, οι διατάξεις του Ν.3888/2010 μας προβληματίζουν ιδιαίτερα. Όχι τόσο επειδή το Ελληνικό Δημόσιο αποφάσισε να προσφύγει άλλη μια φορά σε διαδικασία «περαίωσης» εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, γεγονός που συνιστά πάγια τακτική των τελευταίων δεκαετιών και αποτύπωση της αδυναμίας του ελεγκτικού μηχανισμού. Η ανησυχία μας εστιάζεται περισσότερο στη μέθοδο, που επιλέχθηκε καθώς και στις επιμέρους ρυθμίσεις.
ΕΞΗΓΟΥΜΑΣΘΕ:
• Μέσα στους δέκα μήνες του κοινοβουλευτικού βίου της παρούσας κυβέρνησης ο Ν.3888/2010 είναι ο έκτος νόμος, ο οποίος ψηφίζεται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Διαδικασία η οποία περιορίζει τη νομοθετική εξουσία από τη δυνατότητα να ασκήσει με ευρύτητα το συνταγματικό της ρόλο.
• Κάθε διαδικασία «περαίωσης» πλήττει τη συνταγματική ρύθμιση της φορολογικής ισότητας (άρθρο 4 παρ. 5 Σ.). Η προσβολή γίνεται ακόμη οξύτερη, όταν στο πεδίο των ευνοϊκών ρυθμίσεων περιλαμβάνονται και οι λήπτες των εικονικών φορολογικών στοιχείων και ακόμη χειρότερα όταν περιλαμβάνονται και οι εκδότες αυτών, οι οποίοι δεν μπορούν καν να ισχυρισθούν καλή πίστη. Παράλληλα, προσβάλλεται η αρχή της φοροδοτικής ικανότητας. Χωρίς γενικό και αντικειμενικό κριτήριο εξαιρούνται της ρύθμισης για τη φορολογία εισοδήματος οι κατέχοντες μεγάλη ακίνητη περιουσία. Έτσι, εντάσσονται στο ευνοϊκό πεδίο όσοι ηθελημένα εξαπάτησαν, δηλαδή οι εκδότες φορολογικών στοιχείων, ενώ παράλληλα εξαιρούνται από αυτό οι συνεπείς φορολογούμενοι, οι οποίοι είχαν την ατυχία με νόμιμα φορολογηθέντα εισοδήματά τους να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία.
• Ο νομοθέτης επιλέγει την παροχή εθελοντικής «φορολογικής αμνηστίας». Παράλληλα, διατηρεί για τη Διοίκηση τη δυνατότητα να επανέλθει σε περίπτωση ύπαρξης συμπληρωματικών στοιχείων, ακόμη και όταν αυτά έχουν σήμερα εντοπισθεί, αλλά δεν έχουν καταχωρισθεί στο πληροφοριακό σύστημα. Για μια φορά ακόμη δυναμιτίζεται η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη Διοίκηση. Πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται ο νομοθέτης την αμετάκλητη περαίωση και το οριστικό ξεκαθάρισμα; Ή παρέχει την αμφίβολης συνταγματικότητας αμνηστία ή όχι. Με την επιλογή του, ξανανοίγει το γαϊτανάκι του νομικού ορισμού των οψιγενών στοιχείων, εντείνει την ανασφάλεια των φορολογουμένων και διακινδυνεύει την εκ νέου αύξηση δικαστικών υποθέσεων. Αλήθεια, τι θα συμβεί αν, ενώ ο φορολογούμενος έχει αποδεχθεί το αρχικό εκκαθαριστικό περαίωσης, αρνηθεί το συμπληρωματικό που θα εκδοθεί με βάση τα οψιγενή στοιχεία, την αλήθεια και ακρίβεια των οποίων τυχόν δεν θα αποδεχθεί. Τα δικαστήρια και οι δικηγόροι, θα μας απαντήσουν σε μελλοντικούς χρόνους.
• Κατά τη ρύθμιση για την «περαίωση» εκκρεμών υποθέσεων Φ.Π.Α., εξέτασε ο νομοθέτης τη νομολογία του Δ.Ε.Κ.(Ευρωπαικού Δικαστηρίου), αναφορικά με παρόμοιου τύπου ευρείες «αμνηστίες»; Και αν ναι, ποιά διαφοροποιούμενα κριτήρια επέλεξε για την παρούσα ρύθμιση, ώστε να αποφύγει ανάλογο έλεγχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής;
• Εξακολουθούν οι χρόνοι παραγραφής να είναι μακρείς. Ταυτόχρονα, εξακολουθεί ισχύουσα η προσφιλής τακτική της παράτασής τους με αυτοτελείς νομοθετικές ρυθμίσεις. Ρυθμίσεις, οι οποίες κατ’ ουσία παραβιάζουν την αρχή της βεβαιότητας του φόρου και καταδεικνύουν την αδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας να ανταπεξέλθει στον θεσμικό ελεγκτικό της ρόλο. Παράλληλα, με το άρθρο 15, ορίζεται ότι παρατείνεται ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων ταμειακά χρεών μέχρι την 31.12.2012. Όμως, η ρύθμιση δεν περιορίζει την εφαρμογή της μόνο για χρέη, ο χρόνος παραγραφής των οποίων δεν έχει λήξει κατά το χρόνο ψήφισής της.
• Πώς ακριβώς συνάδει με το άρθρο 78 του Συντάγματος η ρύθμιση με την οποία τροποποιείται το άρθρο 48 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος στην προσπάθεια να ελεγχθεί κάθε περιουσιακή προσαύξηση; Πώς ακριβώς στη διάταξη αυτή ορίζεται το υποκείμενο, το αντικείμενο του φόρου, ο φορολογικός συντελεστής; Πώς ακριβώς διαπιστώνεται η ύπαρξη σταθερής πηγής προς εκμετάλλευση καθώς και η περιοδικότητα των καρπών που προκύπτουν από την εκμετάλλευση αυτή;
• Η θέσπιση ολοένα και πιο αυστηρών ποινών για την παραβίαση φορολογικών διατάξεων προς τον σκοπό του περιορισμού της φοροδιαφυγής θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτό που προσπαθεί να επιλύσει. Η έλλειψη αναλογίας μεταξύ μέτρου και σκοπού και η αποστέρηση από τα διοικητικά δικαστήρια της δυνατότητας επιμέτρησης των κυρώσεων προσβάλουν με οξύ τρόπο την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, με αποτέλεσμα οι οικείες ρυθμίσεις να κινδυνεύουν να ανατραπούν.
• Πώς ακριβώς συνάδει με την αρχή του κράτους δικαίου το «αυτόματο» κλείσιμο καταστήματος; Ιδίως, αφού ο επιτηδευματίας δεν θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει προηγούμενη ακρόαση (άρθρο 20 παρ. 2 Σ.), αλλά ούτε θα τυγχάνει αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Σ.), αφού η κύρωση θα εκτελείται άμεσα προτού να εκδικασθεί τυχόν ένδικο μέσο του;
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ να καταγράψουμε αρκετές ακόμη παρατηρήσεις. Προκειμένου οι αναγνώστες μας να έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν ιδία αντίληψη, δημοσιεύουμε στο παρόν τεύχος τον Ν.3888/2010, την αιτιολογική του έκθεση, την έκθεση της Β' Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών της Βουλής στην οποία με επιστημονικό τρόπο έχουν τα ανωτέρω και αρκετά περισσότερα επισημανθεί αλλά αγνοήθηκαν από το φορολογικό νομοθέτη, καθώς και την C-132/2006 απόφαση του Δ.Ε.Κ. με την οποία κρίθηκε ως αντίθετη στη Νομοθεσία Ε.Ε. ανάλογη ρύθμιση «αμνηστίας» αναφορικά με τον Φ.Π.Α. στην Ιταλία.
ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ στο οποίο καταλήγουμε δεν είναι ευχάριστο. Με επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος, ιδίως για την εκτέλεση των όρων του Μνημονίου, η εκτελεστική εξουσία ενδυναμώνεται. Ο νομοθέτης και ο δικαστής περιορίζονται, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να αναπτύξουμε και στο επόμενο τεύχος αναφορικά με τις εξαγγελθείσες από το υπουργείο Οικονομικών προθέσεις του αναφορικά με την τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Όμως, αυτή η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και ο περιορισμός των νομοθετικών και δικαστικών εγγυήσεων είναι ίσως πιο επικίνδυνοι και από την ίδια την οικονομική κρίση.
Της Ασπασίας Μάλλιου Πηγή:Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο Διαχειριστής δεν υποχρεούται σε απαντήσεις επί των σχολίων. Οι απαντήσεις σε ερωτήματα δίδονται έναντι αμοιβής, όπως αναφέρεται σχετικά στο πάνω μέρος του ιστολογίου στο κουτάκι με το τίτλο ΡΩΤΗΣΤΕ ΜΑΣ.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.