Για τα ερωτήματά σας προτιμήστε την αποστολή email (simvoulatoras@gmail.com) ή την συμπλήρωση της φόρμας με τον τίτλο «Ρωτήστε μας» που υπάρχει κάτω ακριβώς από τον τίτλο του ιστολογίου. Ελάχιστη αμοιβή 25 ευρώ +Φπα 24%. Ελάχιστη αμοιβή για ραντεβού 50 ευρώ +Φπα 24%.



Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Φοροδιαφυγή και φορολογική διοίκηση

Η ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για τη Νομισματική Πολιτική 2010
ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ 2: ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ: ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΕΙΣΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ


Η σημασία του προβλήματος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα δεν χρειάζεται βεβαίως να τονιστεί.
 Η φοροδιαφυγή είναι ένα πολύπλοκο και σύνθετο φαινόμενο, το οποίο έχει λάβει ενδημικό χαρακτήρα. Η έκταση και οι οικονομικές, κοινωνικές και ηθικές προεκτάσεις του φαινομένου είναι τόσο μεγάλες που επιβάλλουν την άμεση και ουσιαστική αντιμετώπισή του. Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής είναι δυνατόν να αποφέρει τεράστια έσοδα στο Δημόσιο και να συμβάλει καθοριστικά στη μείωση των ελλειμμάτων σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για την ελληνική οικονομία. Όπως και στην περίπτωση των δαπανών (βλ. το προηγούμενο Ειδικό Θέμα), το πρόβλημα της φοροδιαφυγής είναι διαρθρωτικό και η αντιμετώπισή του απαιτούν συστηματική προσπάθεια, συνέπεια και συνέχεια, ευρύτερη κοινωνική συναίνεση και συνεργασία πολλών φορέων και κρατικών υπηρεσιών. Η φοροδιαφυγή συντελείται με διάφορους τρόπους, ανάλογα με το είδος του φόρου, τον τρόπο οργάνωσης και άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. μικρές ή μεγάλες επιχειρήσεις) και το εργασιακό καθεστώς του φορολογουμένου (π.χ. μισθωτός, ελεύθερος επαγγελματίας κ.λπ.). Γι' αυτό και η φοροδιαφυγή δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί με ένα μόνο μέτρο. Αντίθετα, απαιτείται ένα πλέγμα ρυθμίσεων και η συνεργασία πολλών φορέων.
Η αναλυτική διερεύνηση του φαινομένου βασίζεται στην κλασική πλέον προσέγγιση των Allingham and Sandmo, σύμφωνα με την οποία οι παράγοντες που καθορίζουν την απόφαση του φορολογουμένου να φοροδιαφεύγει ή όχι είναι: α) ο (οριακός) φορολογικός συντελεστής που αντιμετωπίζει ο φορολογούμενος, β) η πιθανότητα να αποκαλυφθεί η φοροδιαφυγή και να επιβληθεί η σχετική ποινή και γ) το ύψος της επαπειλούμενης ποινής. Δεδομένου ότι και οι τρεις αυτές παράμετροι καθορίζονται και ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από τις φορολογικές αρχές, το ύψος και η έκταση της φοροδιαφυγής είναι δυνατόν να ελεγχθούν. Η πλέον πρόσφατη σχετική μελέτη, που αφορά τη Δανία,3 απέδειξε ότι ο σημαντικότερος από τους τρεις προσδιοριστικούς παράγοντες της φοροδιαφυγής (με μεγάλη διαφορά από τους άλλους δύο) είναι η πιθανότητα εντοπισμού της φοροδιαφυγής.
Στην Ελλάδα οι φορολογικοί συντελεστές είναι μεν σχετικά υψηλοί, αλλά όχι τόσο ώστε να δικαιολογούν την τεράστια φοροδιαφυγή. Οι ποινές είναι υψηλές, έως αδικαιολόγητα υψηλές σε ορισμένες περιπτώσεις, και οπωσδήποτε καταρχάς αποτρέπουν τη φοροδιαφυγή. Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι ότι η πιθανότητα αποκάλυψης της φοροδιαφυγής και επιβολής της σχετικής ποινής είναι σχεδόν μηδενική, λόγω της ανεπάρκειας των αρμόδιων υπηρεσιών, της διενέργειας ελάχιστων και ανεπαρκών ελέγχων, αλλά και της πολυπλοκότητας των φορολογικών διατάξεων, η οποία αποτελεί γενεσιουργό αιτία αδιαφανών πρακτικών.
Όπως τεκμηριώνεται παρακάτω, υπάρχει τεράστιο πρόβλημα με την αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού στην Ελλάδα, δηλαδή ως προς τον σημαντικότερο από τους τρεις παράγοντες που προσδιορίζουν το ύψος της φοροδιαφυγής. Η σημασία της διοίκησης του φορολογικού συστήματος έχει υποτιμηθεί στην Ελλάδα και προφανώς δεν έχει ληφθεί επαρκώς υπόψη ότι οποιαδήποτε προσπάθεια πάταξης της φοροδιαφυγής θα πρέπει να ξεκινήσει από τη βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και την αύξηση των φορολογικών ελέγχων. Θα πρέπει με κάθε τρόπο να αυξηθεί η πιθανότητα εντοπισμού της φοροδιαφυγής και επιβολής της σχετικής ποινής. Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι κανένα άλλο μέτρο δεν μπορεί να υποκαταστήσει έναν αποτελεσματικό φοροεισπρακτικό μηχανισμό.
Η σημασία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού
Η διοίκηση του φορολογικού συστήματος είναι εξαιρετικά σημαντική για τέσσερις κυρίως λόγους. Πρώτον, για τη σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων και την εξάλειψη των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών ανισορροπιών. Δεύτερον, για τη δυνατότητα άσκησης καλύτερης φορολογικής πολιτικής που θα περιορίζει τις αρνητικές επιπτώσεις των φόρων στην οικονομία. Τρίτον, για τη δικαιότερη κατανομή του φορολογικού βάρους μεταξύ των φορολογουμένων και την εδραίωση της πεποίθησης ότι το φορολογικό σύστημα είναι δίκαιο. Και τέλος, για την αύξηση της συνολικής κοινωνικής ευημερίας.
Οι φορολογικές αρχές αποτελούν το μοναδικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη φορολογική βάση και τη φορολογική νομοθεσία αφενός και στα φορολογικά έσοδα αφετέρου. Φυσικά, καλός φοροεισπρακτικός μηχανισμός δεν είναι αυτός που εισπράττει πολλά φορολογικά έσοδα μόνο από τις ομάδες φορολογουμένων που είναι εύκολο να φορολογηθούν (π.χ. τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους) και αφήνει ουσιαστικά αφορολόγητες κατηγορίες φορολογουμένων που είναι δύσκολο να φορολογηθούν (π.χ. επιχειρηματίες, αυτοαπασχολούμενοι κ.λπ.).
Επίσης, η δυνατότητα των φορολογικών αρχών να διαχειριστούν "δύσκολους" φόρους καθορίζει και επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό το χρησιμοποιούμενο φορολογικό σύστημα. Ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι δυνατότητες του φοροει-σπρακτικού μηχανισμού είναι αυτές που ουσιαστικά υπαγορεύουν τη φορολογική πολιτική. Προειδοποιούν μάλιστα ότι οποιαδήποτε προσπάθεια φορολογικής μεταρρύθμισης θα πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις δυνατότητες των φορολογικών υπηρεσιών. Είναι γνωστό π.χ. ότι στην Ελλάδα η εισαγωγή του ΦΠΑ αναβλήθηκε τέσσερις φορές (και για είκοσι σχεδόν χρόνια) λόγω αδυναμίας των φορολογικών υπηρεσιών.
Τέλος, θα πρέπει οι φορολογικές αρχές να είναι αποτελεσματικές και να βεβαιώνουν και να εισπράττουν τα έσοδα που προβλέπονται από την κείμενη φορολογική νομοθεσία με το ελάχιστο διοικητικό κόστος για το κράτος και το ελάχιστο κόστος συμμόρφωσης για τους φορολογουμένους.
Η παρούσα κατάσταση των φορολογικών υπηρεσιών στην Ελλάδα
Επί πολλά έτη δεν έχει δοθεί η δέουσα σημασία στα προβλήματα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα να εμφανίζει σήμερα πολύ σημαντικές και εκτεταμένες αδυναμίες τόσο στη βεβαίωση όσο και στην είσπραξη των φόρων. Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής:
(α) Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές είναι εξαιρετικά υψηλές και αυξάνονται. Στο τέλος της δεκαετίας του 1980 οι ληξιπρόθεσμες οφειλές κυμαίνονταν μεταξύ 30 και 50 δισεκ. δραχμών (ή μεταξύ 90 και 150 εκατ. ευρώ περίπου). Το 2010 έχουν φθάσει τα 32 έως 33 δισεκ. ευρώ. Επιπλέον, ένα μεγάλο ποσό ληξιπρόθεσμων οφειλών διαγράφεται από τις ΔΟΥ κάθε χρόνο. Από το 2000 έως το 2008 διαγράφηκαν βεβαιωμένα ληξιπρόθεσμα έσοδα ύψους 17,5 δισεκ. ευρώ. Επίσης, στα διοικητικά δικαστήρια εκκρεμούν 150.000 φορολογικές υποθέσεις, από τις οποίες θα ήταν δυνατόν να εισπραχθούν έσοδα ύψους έως και 30 δισεκ. ευρώ.
(β) Το διαχειριστικό κόστος είναι πολύ υψηλό. Το κόστος βεβαίωσης και είσπραξης των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό των εσόδων είναι πολύ υψηλότερο στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, το συνολικό διαχειριστικό κόστος για την είσπραξη όλων των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα είναι 1,61%, έναντι 0,86% στον Καναδά. Ειδικά σε ό,τι αφορά το φόρο εισοδήματος, το διαχειριστικό κόστος στην Ελλάδα είναι 2,39%, έναντι 1,0% στον Καναδά και 0,6% στις ΗΠΑ.
(γ) Το κόστος συμμόρφωσης είναι επίσης πολύ υψηλό. Οι φορολογούμενοι επιβαρύνονται με αυξημένο κόστος όσον αφορά το χρόνο που θυσιάζουν για τη συμπλήρωση εντύπων, τις συχνές επισκέψεις στις ΔΟΥ και την αναμονή σε ουρές, καθώς και τα χρηματικά ποσά που αναγκάζονται να καταβάλλουν σε φοροτεχνικά γραφεία. Η πρόσφατη απόφαση για συλλογή αποδείξεων από όλες τις αγορές του φορολογουμένου στη διάρκεια του έτους αυξάνει σημαντικά το κόστος συμμόρφωσης για τους φορολογουμένους (αν και για το 2011 διερευνώνται τρόποι ηλεκτρονικής καταγραφής των συναλλαγών των φορολογουμένων, προκειμένου να μην απαιτείται η συγκέντρωση αποδείξεων).
(δ) Η φοροδιαφυγή είναι πολύ μεγάλη και αυξανόμενη. Η φοροδιαφυγή οφείλεται ουσιαστικά στις αδυναμίες του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και μόνο. Ιδίως οι φορολογικοί έλεγχοι, οι οποίοι παίζουν κρίσιμο ρόλο στην πάταξη της φοροδιαφυγής, είναι ανύπαρκτοι και γίνονται με χρονική υστέρηση 5 έως 10 ετών.
(ε) Έχουν γίνει αλλεπάλληλες ρυθμίσεις εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων. Οι ανέλεγκτες δηλώσεις των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών συσσωρεύονται στις ΔΟΥ και κάθε 3 έως 5 χρόνια οι εκκρεμείς αυτές φορολογικές υποθέσεις "ρυθμίζονται" με "ευνοϊκούς όρους για τους φορολογουμένους" (φοροφυγάδες). Οι αλλεπάλληλες αυτές ρυθμίσεις είναι ίσως η πλέον τρανή απόδειξη των τεράστιων αδυναμιών του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, ενώ προκαλούν εντονότατο αίσθημα αδικίας στους ειλικρινείς φορολογουμένους. Σήμερα εκκρεμούν και πάλι 2.000.000 ανέλεγκτες υποθέσεις, γι' αυτό και αποφασίστηκε νέα περαίωση με τον Ν. 3888/2010.
(στ) Η εθελοντική συμμόρφωση είναι εξαιρετικά χαμηλή στην Ελλάδα. Αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη φορολογικής ηθικής, αλλά στο γεγονός ότι οι φορολογούμενοι σπανιότατα υφίστανται φορολογικό έλεγχο και γνωρίζουν ότι η πιθανότητα αποκάλυψης της φοροδιαφυγής είναι σχεδόν μηδενική.
(ζ) Η διαφθορά είναι εκτεταμένη και αυξανόμενη. Οι φορολογικές υπηρεσίες, οι πολεοδομίες και η τοπική αυτοδιοίκηση θεωρούνται ως οι δημόσιες υπηρεσίες με τα περισσότερα κρούσματα διαφθοράς στην Ελλάδα. Οι ετήσιες εκθέσεις του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης έχουν καταγράψει λεπτομερώς συγκεκριμένες περιπτώσεις.
(η) Η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν οι ΔΟΥ στους φορολογουμένους είναι εξαιρετικά χαμηλή σε σχέση με τα διεθνώς ισχύοντα, ενώ συχνά η συμπεριφορά προς τους φορολογουμένους δεν είναι η κατάλληλη.1 Αυτό είναι μεν γνωστό και από την εμπειρία του καθενός, αλλά θα ήταν εύκολο να τεκμηριωθεί με βάση τα αποτελέσματα μιας έρευνας ή με βάση καταγγελίες που κατατίθενται στο Συνήγορο του Πολίτη ή διαπιστώσεις του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης.
(θ) Τέλος, η χρήση επί 60 περίπου χρόνια (και μάλιστα ανεπιτυχώς) έμμεσων τρόπων για τον τεκμαρτό προσδιορισμό του εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων και των μικρών επιχειρήσεων υποδηλώνει τις τεράστιες αδυναμίες των φορολογικών αρχών στην Ελλάδα. Η χρήση τεκμηρίων για τον προσδιορισμό (τεκμαρτού) εισοδήματος δικαιολογείται μόνο ως προσωρινή λύση, έως ότου βελτιωθεί ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός και είναι σε θέση να προσδιορίσει το φορολογητέο εισόδημα με τις συνήθεις λογιστικές μεθόδους.
Τα ανωτέρω σε καμία περίπτωση δεν εξαντλούν το θέμα, είναι όμως ενδεικτικά των τεράστιων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός στην Ελλάδα, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για την ελληνική οικονομία. Ο ουσιαστικός περιορισμός της φοροδιαφυγής είναι δυνατόν να αποδώσει τεράστια έσοδα, τα οποία θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ανισορροπιών και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών προς την Ελλάδα.
Αίτια των σοβαρών αδυναμιών του φοροεισπρακτικού μηχανισμού
Μια σε βάθος ανάλυση και αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης των φορολογικών υπηρεσιών θα πρέπει επίσης να εξετάσει τα αίτια και να αναγνωρίσει ότι ορισμένα από αυτά αποτελούν γενικότερα προβλήματα, που υπάρχουν εκτός του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
(α) Οι φορολογικές αρχές δεν λειτουργούν εν κενώ, αλλά αποτελούν τμήμα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και κατά συνέπεια εμφανίζουν όλες τις γνωστές γενικότερες αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης. Σ' αυτές συγκαταλέγονται: έλλειψη επαρκούς οργάνωσης, καθυστερήσεις, λάθη και παραλείψεις, έλλειψη υπευθυνότητας και λογοδοσίας, χαμηλό ηθικό, παθητικότητα, έξωθεν (και άνωθεν) παρεμβάσεις, εξαιρετικά ήπια "πειθαρχική μεταχείριση" από τα πειθαρχικά συμβούλια όσων παραβαίνουν το υπηρεσιακό τους καθήκον κ.λπ. Η μόνη διαφορά είναι ότι στην περίπτωση των φοροτεχνικών υπηρεσιών οι αδυναμίες αυτές στοιχίζουν δισεκατομμύρια ευρώ στο Δημόσιο (με τη μορφή απολεσθέντων εσόδων), ενώ τα ίδια προβλήματα σε άλλες υπηρεσίες (π.χ. σε ένα ληξιαρχείο) δεν έχουν άμεσες οικονομικές επιπτώσεις.
(β) Οι φορολογικές αρχές καλούνται να εφαρμόσουν ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο φορολογικό σύστημα. Παρά την εισαγωγή του ΦΠΑ (στον οποίο ενσωματώθηκαν περισσότεροι από 10 φόροι) και τη "λήξη" του "ρυθμιστικού φόρου", στον οποίο είχαν ενσωματωθεί πολλές επιβαρύνσεις στα εισαγόμενα προϊόντα, το φορολογικό σύστημα παραμένει εξαιρετικά πολύπλοκο. Η πολυπλοκότητα αυτή οφείλεται στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού φόρων, στη χρήση πολλών φορολογικών συντελεστών (αρκετές φορές για να "φαίνεται" ο φόρος προοδευτικός), στην πρόβλεψη πάρα πολλών ειδικών απαλλαγών και μειώσεων φόρου και στο γεγονός ότι το φορολογικό σύστημα έχει χρησιμοποιηθεί τα τελευταία 60 χρόνια ως όχημα για την προώθηση διαφόρων επιδιώξεων και πολιτικών του κράτους. Οι πολιτικές αυτές δεν είναι πάντοτε ορθολογικές και αρκετές από αυτές αποτελούν προϊόν συμβιβασμού. Για παράδειγμα, το φορολογικό σύστημα έχει χρησιμοποιηθεί έως τώρα για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και των ιδιωτικών επενδύσεων, για την εισαγωγή ξένων κεφαλαίων (ή τον "επαναπατρισμό" ελληνικών κεφαλαίων), για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης (οι συντελεστές ΦΠΑ είναι χαμηλότεροι στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου), των εξαγωγών, της ναυτιλίας, του τουρισμού, για την προώθηση των συγχωνεύσεων και τη δημιουργία μεγάλων επιχειρηματικών σχημάτων, για την ενίσχυση της αποταμίευσης, την ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς, την ενίσχυση των πολυτέκνων ή των ατόμων με ειδικές ανάγκες κ.λπ. Επίσης, η συχνή προσφυγή σε "έκτακτους φόρους" για να αντιμετωπιστούν επείγουσες δημοσιονομικές ανάγκες, καθώς και οι συνεχείς ρυθμίσεις για την "περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων" και την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών, καθιστούν ακόμη πιο πολύπλοκο το φορολογικό σύστημα (για τις πρόσφατες σχετικές ρυθμίσεις βάσει του Ν. 3888/2010, βλ. Κεφάλαιο Ι.3). Τέλος, πολλές φορές το φορολογικό σύστημα χρησιμοποιείται για να αντισταθμίσει τις αδυναμίες του ίδιου του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Έτσι, πολλές φορές απαιτούνται πρόσθετα δικαιολογητικά, πληροφορίες και διαδικασίες από τους φορολογουμένους για να περιοριστούν οι δυνατότητες φοροδιαφυγής (αν και συνήθως αυτό τελικά δεν επιτυγχάνεται).
(γ) Το φορολογικό σύστημα δεν είναι μόνο πολύπλοκο, αλλά και μεταβάλλεται πολύ συχνά. Έτσι, οι φοροτεχνικοί υπάλληλοι δεν έχουν τον απαιτούμενο χρόνο να ενημερωθούν και να εφαρμόσουν σωστά τις νέες διατάξεις.
(δ) Αν και έως σήμερα έχουν διατεθεί σημαντικοί πόροι, η μηχανοργάνωση των φορολογικών υπηρεσιών δεν είναι ικανοποιητική. Σε πολλές περιπτώσεις οι βάσεις πληροφοριών και δεδομένων δεν "επικοινωνούν" μεταξύ τους, ακόμη και εντός της ίδιας ΔΟΥ. Το Τμήμα του Κώδικα π.χ. (όπου γίνεται η θεώρηση και διάτρηση των βιβλίων και στοιχείων) δεν επικοινωνεί (ηλεκτρονικά) με το Μητρώο.
(ε) Οι φορολογικές υποθέσεις που άγονται προς επίλυση στα δικαστήρια απαιτούν πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να εκδικαστούν. Για να τελεσιδικήσει μια δικαστική απόφαση για φορολογικές παραβάσεις απαιτούνται 7 έως 10 χρόνια. Παράλληλα, τα δικαστήρια χορηγούν με μεγάλη ευκολία επ' αόριστον "αναστολή" της υποχρέωσης του φορολογουμένου να καταβάλει το 25% του οφειλόμενου φόρου έως ότου εκδικαστεί η υπόθεση. Η αναστολή, η οποία χορηγείται στο 90% των περιπτώσεων, αδρανοποιεί πλήρως τις φορολογικές αρχές. Εξάλλου, ακόμη και εάν δικαιωθεί το Δημόσιο, δεν είναι βέβαιο ότι θα εισπραχθεί ο φόρος.
(στ) Οι συχνές ρυθμίσεις εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων αποτελούν πρόσθετη (και πολλές φορές επείγουσα) εργασία για τις φορολογικές αρχές. Αυτό αποσπά τους εφοριακούς υπαλλήλους από τα κύρια καθήκοντά τους, που είναι η συνεχής παρακολούθηση και ο συχνός έλεγχος των φορολογουμένων.
(ζ) Οι εφοριακοί που παραβαίνουν το καθήκον τους και υπόκεινται σε "πειθαρχικό έλεγχο" από υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια έχουν εξαιρετικά ήπια μεταχείριση, γεγονός που δεν συμβάλλει στην αντιμετώπιση της διαφθοράς.
Οι φορολογικές αρχές προφανώς ευθύνονται για ορισμένα μόνο από όσα προαναφέρθηκαν, αλλά στα περισσότερα σημεία είναι δυνατόν και πρέπει να υπάρξει βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Πρακτικές προτάσεις για την αναβάθμιση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού
Από τα ανωτέρω είναι φανερό ότι ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός παρουσιάζει τεράστιες αδυναμίες και υπάρχει ανάγκη για την άμεση και εκτεταμένη αναδιοργάνωσή του. Από τη διεθνή εμπειρία προκύπτει ότι υπάρχουν τρεις απαραίτητες προϋποθέσεις για μια επιτυχημένη μεταρρύθμιση και αναδιοργάνωση των φορολογικών υπηρεσιών:
(α) απλοποίηση του φορολογικού συστήματος,
(β) στρατηγική, δηλ. ένα ολοκληρωμένο μεταρρυθμιστικό σχέδιο με σαφείς προτεραιότητες, και
(γ) ισχυρή δέσμευση για μεταρρύθμιση. Η δέσμευση και η βούληση για μεταρρύθμιση θα πρέπει να υπάρχουν τόσο σε διοικητικό επίπεδο όσο και σε πολιτικό. Χωρίς αυτές, ακόμη και η καλύτερη μεταρρυθμιστική στρατηγική είναι καταδικασμένη.
Στα επόμενα παρουσιάζονται ορισμένα συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία στις περισσότερες χώρες αποδείχθηκαν χρήσιμα.
(i) Η σύγχρονη τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχει δημιουργήσει τεράστιες δυνατότητες για την υποβολή φορολογικών δηλώσεων, την ταυτοποίηση και παρακολούθηση των φορολογουμένων και τη διενέργεια φορολογικών ελέγχων και διασταυρώσεων. Για το λόγο αυτό, οποιαδήποτε προσπάθεια αναδιοργάνωσης των φορολογικών υπηρεσιών πρέπει να εστιάζεται στη χρήση ηλεκτρονικών πληροφοριακών συστημάτων. Στο παρελθόν έχουν γίνει πολλές (και δαπανηρές) προσπάθειες μηχανοργάνωσης των φορολογικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα. Οι κυριότεροι λόγοι αυτής της αποτυχίας είναι δύο: πρώτον, οι επιμέρους προσπάθειες ήταν αποσπασματικές και δεν αποτελούσαν μέρος ενός ολοκληρωμένου προγράμματος μηχανοργάνωσης και δεύτερον, η εισαγωγή ηλεκτρονικών μέσων δεν συνοδεύθηκε από τις απαραίτητες απλοποιήσεις.
Η μηχανοργάνωση είναι κάτι πολύ περισσότερο από την απλή μεταφορά σε ηλεκτρονική μορφή των υφιστάμενων απαρχαιωμένων διαδικασιών και πρακτικών. Η επιτυχής μηχανοργάνωση προϋποθέτει τη σε βάθος αναδιοργάνωση και απλοποίηση των φορολογικών διατάξεων, κανόνων, συστημάτων, πρακτικών και διαδικασιών. Αυτή η απλοποίηση ουδέποτε έγινε στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα κάθε προσπάθεια μηχανοργάνωσης να είναι καταδικασμένη.
Η επιτυχής εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων από τις φορολογικές αρχές απαιτεί:
- την ταυτοποίηση των φορολογουμένων
- τη διαχρονική παρακολούθηση των φορολογουμένων, και
- το συχνό έλεγχο των φορολογουμένων.
Με βάση τη διεθνή εμπειρία, για τη διευκόλυνση του έργου των φορολογικών αρχών (αλλά και όλης της δημόσιας διοίκησης) θα ήταν σκόπιμο:
• Όλοι οι Έλληνες πολίτες να έχουν έναν μοναδικό προσωπικό αριθμό ταυτοποίησης, ο οποίος θα εμφανίζεται σε όλα τα δημόσια έγγραφα που τους αφορούν, σε όλη τους τη ζωή, δηλ. σε τίτλους σπουδών, πιστοποιητικά γέννησης κ.λπ., απολυτήριο στρατού, δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, διαβατήριο, κοινωνική ασφάλιση, δίπλωμα οδήγησης, συμβόλαια, κτηματολόγιο, υποθηκοφυλακεία, αγορά (και άδεια κυκλοφορίας) αυτοκινήτων, σκαφών αναψυχής κ.λπ., φορολογικές δηλώσεις, άδειες ανέγερσης κατοικίας, σύνολο συναλλαγών με τράπεζες, ασφαλιστήρια συμβόλαια κ.ά. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο μοναδικός αυτός αριθμός θα μπορούσε να χρησιμοποιείται παράλληλα με τους υφιστάμενους αριθμούς (π.χ. ΑΔΤ, διαβατηρίου, ΑΜΚΑ κ.λπ.). Για μια χώρα με τον πληθυσμό της Ελλάδος, ο μοναδικός αυτός αριθμός θα καθιστούσε την αναζήτηση και την ταυτοποίηση των φορολογουμένων εξαιρετικά απλή υπόθεση. (Η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει τη θεσμοθέτηση, έως το τέλος του 2011, της "Κάρτας Πολίτη", η οποία θα εμπεριέχει σε ψηφιακή μορφή τα στοιχεία ταυτότητας, τον ΑΦΜ και τον ΑΜΚΑ και επομένως θα μπορούσε να είναι χρήσιμη και για το σκοπό που προτείνεται εδώ.)
• Οι φορολογικές αρχές να καταρτίσουν έναν μοναδικό ατομικό ηλεκτρονικό φάκελο για κάθε φορολογούμενο μετά την ηλικία των 18 ετών (ή σε μικρότερη ηλικία, εάν εργάζεται ή συμμετέχει σε συναλλαγή επί ακίνητης περιουσίας). Επίσης θα ήταν σκόπιμο να δημιουργηθεί ένας μοναδικός ηλεκτρονικός φάκελος για κάθε μικρή επιχείρηση (ατομική, ΟΕ, ΕΕ κ.λπ., αλλά όχι ΑΕ). Το ηλεκτρονικό αρχείο για κάθε φορολογούμενο θα μπορούσε να περιέχει πληροφορίες (με τη μορφή "χρονολογικών σειρών") για το εισόδημα που δηλώνει κάθε χρόνο, το επάγγελμα, την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων και αγαθών μεγάλης αξίας (π.χ. αυτοκινήτων, σκαφών κ.λπ.), τις τυχόν επιχειρηματικές δραστηριότητες, την κατοχή μετοχών, λογαριασμών τραπέζης (χωρίς απαραίτητα να φαίνεται το υπόλοιπο του λογαριασμού) κ.λπ. Φυσικά, στο αρχείο αυτό θα εμφανίζονταν και όλες οι συναλλαγές με τις φορολογικές αρχές για όλους τους φόρους και για όλα τα έτη (π.χ. εισόδημα, ΦΠΑ, τέλη κυκλοφορίας, μεταβίβαση ακινήτων κ.λπ.), καθώς και οι τυχόν φορολογικές παραβάσεις, ρυθμίσεις και ποινές. Επίσης θα εμφανίζονταν όλες οι πληροφορίες (ή θα υπήρχε πρόσβαση) και για την κοινωνική ασφάλιση. Θα προέκυπτε δηλαδή αν π.χ. ένας ασφαλισμένος του ΟΑΕΕ καταβάλλει κανονικά τις ασφαλιστικές του εισφορές. Ο κάθε ατομικός ηλεκτρονικός φάκελος θα είχε ένδειξη για τα αντίστοιχα αρχεία των μελών της ίδιας οικογένειας. Το ατομικό αρχείο του επιχειρηματία θα είχε και ένδειξη για το αρχείο της επιχείρησής του (ατομική, ΟΕ, ΕΕ) και αντιστρόφως. Τα περιεχόμενα των αρχείων θα ενημερώνονταν συνεχώς από όλες τις υπηρεσίες της ΔΟΥ. Για παράδειγμα, η αποστολή ειδοποιητηρίων για τα τέλη κυκλοφορίας θα εμφανιζόταν αμέσως στο φάκελο του φορολογουμένου (ως οφειλή) και η καταβολή των τελών θα εμφανιζόταν ως πληρωμή. Ένα τέτοιο σύστημα θα διασφάλιζε την έγκαιρη και συνεχή παρακολούθηση των συναλλαγών των φορολογουμένων, τις διασταυρώσεις στοιχείων και τους συνεχείς φορολογικούς ελέγχους. Θα ήταν έτσι πολύ εύκολο π.χ. να διαπιστωθεί από τις φορολογικές αρχές ότι το εισόδημα που έχει δηλώσει ένας φορολογούμενος την τελευταία δεκαπενταετία δεν επαρκεί για την αγορά των περιουσιακών στοιχείων που έχει αποκτήσει την ίδια περίοδο κ.ο.κ.
Πρόσβαση στο ατομικό αρχείο θα είχε μόνο η ΔΟΥ στην οποία φορολογείται ο φορολογούμενος (τόπος κατοικίας ή έδρα επιχείρησης) και το μηχανογραφικό κέντρο του Υπουργείου Οικονομικών. Οι υπόλοιπες ΔΟΥ, χρησιμοποιώντας το μοναδικό προσωπικό αριθμό, θα έβρισκαν στον υπολογιστή σε ποια ΔΟΥ φορολογείται ο φορολογούμενος και θα έστελναν ηλεκτρονικά όλες τις πληροφορίες (ή τα τυχόν ερωτήματα) στη ΔΟΥ του φορολογουμένου.
Σήμερα οι φορολογικές υπηρεσίες είναι οργανωμένες κατά κατηγορία (είδος) φόρου, δηλ. σε κάθε ΔΟΥ υπάρχει το τμήμα φορολογίας εισοδήματος, το τμήμα φορολογίας κεφαλαίου, το τμήμα ΦΠΑ κ.λπ. Η οργάνωση δηλαδή είναι "φοροκεντρική", με ελάχιστη ή καθόλου επικοινωνία μεταξύ των τμημάτων. Επίσης, η πρόσβαση σε προηγούμενα έτη είναι εξαιρετικά δύσκολη. Αυτό δεν επιτρέπει στις ΔΟΥ να έχουν μία πλήρη εικόνα του "προφίλ" και της συμπεριφοράς του φορολογουμένου όσον αφορά το σύνολο των φορολογικών του υποχρεώσεων και σε βάθος χρόνου. Το σύστημα που περιγράφηκε πιο πάνω (με βάση τη διεθνή εμπειρία) επικεντρώνεται στον φορολογούμενο. Είναι μια τελείως διαφορετική προσέγγιση.
(ii) Ηλεκτρονική τιμολόγηση για τις μεγάλες επιχειρήσεις (e-invoicing). Η ηλεκτρονική έκδοση τιμολογίων θα συμβάλλει ουσιαστικά στον έλεγχο της φοροδιαφυγής, καθώς θα καταγράφεται όχι μόνο η έκδοση, αλλά και η πληρωμή του τιμολογίου και θα είναι δυνατή η διασταύρωσή τους. Επιπλέον όμως, η αντικατάσταση του έγχαρτου από το ηλεκτρονικό τιμολόγιο σε συναλλαγές μεταξύ εμπορικών επιχειρήσεων είναι δυνατόν να μειώσει ουσιαστικά το κόστος έκδοσης και διακίνησης των τιμολογίων (αλλά και των ελέγχων) και να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι ελληνικές επιχειρήσεις κατανοούν τα πλεονεκτήματα της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν ηλεκτρονικά τιμολόγια σύντομα.
(iii) Οι ταμειακές μηχανές όλων των μικρών επιχειρήσεων (όχι ΑΕ) λιανικού εμπορίου είναι δυνατόν να συνδεθούν (on line) με ηλεκτρονικούς υπολογιστές του Υπουργείου Οικονομικών, ώστε κάθε πώληση (δηλ. έκδοση απόδειξης) να καταγράφεται αμέσως και να μην είναι δυνατόν να αλλοιωθεί. Έτσι, οι έλεγχοι θα επικεντρώνονται στην έκδοση αποδείξεων λιανικής πώλησης. Αυτό αρκεί για να εξαλειφθεί η φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ και σε σημαντικό βαθμό και στο εισόδημα. (Το Υπουργείο Οικονομικών ήδη σχεδιάζει ένα ανάλογο μέτρο, το οποίο θα συνδυαστεί με τη χρήση, κατά τις αγορές από τους καταναλωτές, ηλεκτρονικών καρτών που θα εμπεριέχουν τον ΑΦΜ τους.)
(iv) Για τον περιορισμό του διαχειριστικού κόστους, αλλά και του κόστους συμμόρφωσης των φορολογουμένων, θα ήταν δυνατόν να αντικατασταθεί το μέτρο της συλλογής αποδείξεων με τη χορήγηση του ίδιου φορολογικού κινήτρου για όλες τις συναλλαγές του φορολογουμένου που διενεργούνται μέσω πιστωτικών καρτών. Ούτως ή άλλως, οι πιστωτικές κάρτες έχουν τους κατάλληλους μηχανισμούς για να συγκεντρώνουν και να καταγράφουν τις συναλλαγές αυτές, οι οποίες είναι διαθέσιμες σε ηλεκτρονική μορφή και το κόστος συμμόρφωσης για τους φορολογούμενους είναι μηδενικό. (Το Υπουργείο σχεδιάζει να εισαγάγει, όπως αναφέρθηκε στο (iii), τη χρήση καρτών που θα φέρουν τον ΑΦΜ και θα καθιστούν δυνατή την αυτόματη καταγραφή των δαπανών/συναλλαγών.)
(v) Με την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων και με βάση το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού φακέλου του φορολογουμένου, ένα ηλεκτρονικό πρόγραμμα θα εντοπίζει αυτόματα και θα επισημαίνει τις περιπτώσεις εκείνες όπου υπάρχει ανάγκη φορολογικού ελέγχου. Στη συνέχεια, ένας εφοριακός υπάλληλος θα εξετάζει τις "ύποπτες" δηλώσεις και θα αποφασίζει αν θα διενεργηθεί τακτικός έλεγχος ή όχι.
(vi) Είναι σκόπιμη η αναδιάταξη των φορολογικών ελεγκτικών μηχανισμών (ελεγκτών), προκειμένου να ελέγχονται κατά προτεραιότητα οι περιπτώσεις εκείνες που έχουν μεγάλο φορολογικό ενδιαφέρον. Ορισμένες χώρες μάλιστα έχουν συστήσει ειδικές υπηρεσίες που παρακολουθούν μόνο φορολογουμένους με υψηλό εισόδημα ή άλλες περιπτώσεις με μεγάλο φορολογικό ενδιαφέρον. Σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση (31.8.2010) του Υπουργείου Οικονομικών, συγκροτούνται πέντε ομάδες εργασίας για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, μεταξύ των οποίων "Ειδική ομάδα εργασίας μεγάλων φορολογουμένων" για επιχειρήσεις, καθώς και "Ειδική ομάδα εργασίας μεγάλης περιουσίας και υψηλών εισοδημάτων" για τα φυσικά πρόσωπα.
(vii) Ευχερέστερη πρόσβαση των φορολογικών αρχών στους τραπεζικούς λογαριασμούς των φορολογουμένων, αλλά με διασφάλιση του απορρήτου και των άλλων δικαιωμάτων του φορολογουμένου.
(viii) Αύξηση του ποσοστού των ελεγχόμενων δηλώσεων στο 5% των ετήσιων δηλώσεων. Για τους αυτοαπασχολουμένους και τις (μικρομεσαίες) επιχειρήσεις, το ποσοστό αυτό θα πρέπει να ανέρχεται στο 25% έως 30% κάθε χρόνο, ούτως ώστε όλοι να ελέγχονται κάθε τρία έως τέσσερα χρόνια. Για τους μισθωτούς αρκεί ο έλεγχος του 1% των δηλώσεων. Κατ' εξαίρεση απαιτείται πολύ μεγαλύτερο ποσοστό ελέγχων στην περίπτωση δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούν σε κρίσιμες υπηρεσίες. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, η "πιθανότητα ελέγχου" και η "εμπειρία πρόσφατου ελέγχου" παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
(ix) Αύξηση κατά το δυνατόν της παρακράτησης του φόρου στην πηγή και της δήλωσης του εισοδήματος από τρίτο πρόσωπο, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει δυνατότητα διασταύρωσης των στοιχείων. Ο εργοδότης π.χ. ουσιαστικά δηλώνει το εισόδημα του υπαλλήλου του (μισθωτού). Είναι σημαντικό όμως να υπάρχει δυνατότητα διασταύρωσης αυτών που δήλωσαν ο εργοδότης ("τρίτο πρόσωπο") και ο φορολογούμενος. Σύμφωνα με σχετική μελέτη για τη Δανία, η δήλωση από τρίτο πρόσωπο (και η παρακράτηση στην πηγή) περιορίζει τη φοροδιαφυγή στο 0,3%, σε σύγκριση με φοροδιαφυγή 37% για τους αυτοαπασχολουμένους, που δηλώνουν οι ίδιοι το εισόδημά τους.
(x) Κατάργηση ή συγχώνευση όλων των φόρων μικρής απόδοσης και υψηλού διαχειριστικού κόστους (ή κόστους συμμόρφωσης), όπως οι φόροι υπέρ τρίτων. Το διαχειριστικό κόστος των τελευταίων είναι εξαιρετικά υψηλό και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 έφθανε το 39,5%.
(xi) Βελτίωση υπηρεσιών προς τους φορολογουμένους. Οι φορολογούμενοι θα πρέπει να λαμβάνουν κάθε δυνατή βοήθεια και ενθάρρυνση από τις φορολογικές υπηρεσίες προκειμένου να είναι συνεπείς και να συμμορφώνονται με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Παράλληλα, θα πρέπει να απλοποιηθούν τα έντυπα των φορολογικών δηλώσεων και οι σχετικές διαδικασίες, οι οδηγίες να είναι σαφείς και κατανοητές και να βελτιωθεί η πρόσβαση των φορολογουμένων στις ΔΟΥ.
"Μακροπρόθεσμα, ο φθηνότερος και πλέον αποτελεσματικός τρόπος συλλογής των φορολογικών εσόδων είναι η εθελοντική συμμόρφωση των φορολογουμένων".
(xii) Το προσωπικό των ΔΟΥ αποτελεί το σημαντικότερο και πολυτιμότερο στοιχείο του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί από οποιασδήποτε μορφής και έκτασης μηχανοργάνωση. Σε τελική ανάλυση, το προσωπικό είναι εκείνο που εφαρμόζει την κείμενη φορολογική νομοθεσία και εισπράττει τα έσοδα. Για το λόγο αυτό, η πρόσληψη, η εκπαίδευση, η παρακίνηση, το ηθικό και η αμοιβή του προσωπικού είναι υψίστης σημασίας για την άρτια και αποτελεσματική λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και την προσέγγιση των φορολογουμένων (ώστε να αυξηθεί η εθελοντική συμμόρφωση). Στην Ελλάδα έχει κατά καιρούς διαπιστωθεί ανεπαρκής απόδοση του προσωπικού και αύξηση της διαφθοράς. Έχει ιδιαίτερη σημασία οι φορολογικοί ελεγκτές (και οι "επόπτες" και οι προϊστάμενοι των ΔΟΥ) να έχουν βαθιά γνώση του αντικειμένου, εξαίρετο ήθος, ακέραιο χαρακτήρα, υψηλό ηθικό και μεγάλο ενδιαφέρον για την εργασία τους. Επίσης, οι υπάλληλοι θα πρέπει να επιμορφώνονται σε διαρκή βάση.
(xiii) Η διαφθορά πρέπει να αντιμετωπιστεί ριζικά. Σε περιπτώσεις αποδεδειγμένης πέραν πάσης αμφιβολίας ενοχής, οι εξαιρετικά αυστηρές υπηρεσιακές ποινές θα πρέπει να αποτελούν τον κανόνα, πέραν των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών. Επίσης, θα πρέπει να τιμωρούνται και οι φορολογούμενοι που δωροδοκούν εφοριακούς. Η διαφθορά είναι δυνατόν να ακυρώσει στην πράξη τη σημασία των φορολογικών ελέγχων, με την έννοια ότι ο φορολογούμενος που εντοπίζεται να φοροδιαφεύγει πιθανόν να μην καταλήξει τελικά να πληρώσει το φόρο, λόγω συναλλαγής με τον εφοριακό.
(xiv) Λόγω των ανωτέρω, η εσωτερική επιθεώρηση είναι εξαιρετικά σημαντική για την εξάλειψη της διαφθοράς στο φοροεισπρακτικό μηχανισμό. Από τα στοιχεία που παραθέτει ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης στις ετήσιες Εκθέσεις του προκύπτει ότι σήμερα η εσωτερική επιθεώρηση έχει μάλλον περιορισμένο ρόλο και ακολουθεί την πρακτική των υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων. Είναι σκόπιμο λοιπόν όχι μόνο να ενισχυθεί ο ρόλος και να αλλάξει η νοοτροπία της εσωτερικής επιθεώρησης, αλλά και να ασκείται από ανεξάρτητους δημόσιους λειτουργούς (ή ιδιώτες) μη συνδεόμενους με τις φορολογικές αρχές.
(xv) Για τη διευκόλυνση του εσωτερικού ελέγχου, οι μηνιαίες αναφορές των ΔΟΥ προς την κεντρική υπηρεσία θα πρέπει να γίνουν πιο συχνές και να καλύπτουν όλα τα αντικείμενα λειτουργίας των ΔΟΥ. Εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις, αριθμός ελέγχων, ύψος βεβαιωθέντων φόρων, ύψος εισπραχθέντων εσόδων, ληξιπρόθεσμες οφειλές, διαγραφές κ.λπ. θα πρέπει κάθε μήνα να αποστέλλονται ηλεκτρονικά στην κεντρική υπηρεσία. Η κεντρική υπηρεσία θα πρέπει με κατάλληλο λογισμικό να παρακολουθεί συνεχώς και να αξιολογεί μηνιαίως τις επιδόσεις της κάθε ΔΟΥ (συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων διαφθοράς).
(xvi) Τέλος, ο χρόνος που απαιτείται για την εκδίκαση φορολογικών υποθέσεων θα πρέπει να μειωθεί σημαντικά και να μην υπερβαίνει τους 3 έως 5 μήνες, έναντι πολλών ετών (ή και δεκαετίας) που απαιτούνται σήμερα. Ένας τρόπος θα ήταν η ίδρυση μικρού αριθμού (6-7) ειδικών φορολογικών δικαστηρίων που θα ασχολούνται αποκλειστικά με φορολογικές υποθέσεις. Επιπλέον, η νομική εκπροσώπηση του Δημοσίου θα πρέπει να αναβαθμιστεί.
Το Υπουργείο Οικονομικών εξετάζει διάφορους τρόπους για την επίσπευση της εκδίκασης των φορολογικών υποθέσεων, στο πλαίσιο νομοσχεδίου που καταρτίζεται από κοινού με το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Συμπεράσματα
Το μέγεθος και η έκταση της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα είναι τεράστια και οφείλονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ανεπάρκεια του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής δημιουργούνται μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους και έντονο αίσθημα αδικίας ανάμεσα στους φορολογουμένους, καθώς και μείωση της κοινωνικής ευημερίας. Ο ουσιαστικός περιορισμός της φοροδιαφυγής είναι δυνατόν να αποδώσει τεράστια έσοδα, τα οποία θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση των υφιστάμενων δημοσιονομικών ανισορροπιών και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών προς την Ελλάδα. Μεσομακροπρόθεσμα θα συμβάλει στη μείωση των φορολογικών συντελεστών, γεγονός που θα επιδράσει θετικά στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.
Από τα ανωτέρω προκύπτει η άμεση και επιτακτική ανάγκη αναβάθμισης και αναδιοργάνωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, δεδομένου ότι κανένα άλλο μέτρο δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσει έναν άρτιο και αποτελεσματικό φοροεισπρακτικό μηχανισμό.
Στο επίκεντρο της αναδιοργάνωσης των φορολογικών υπηρεσιών θα πρέπει να είναι η αναβάθμιση της μηχανοργάνωσης και η αξιοποίηση των τεράστιων δυνατοτήτων που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Το μέτρο αυτό όμως θα πρέπει να συνοδεύεται από εκτεταμένη απλοποίηση των διαδικασιών, πρακτικών, κανόνων και φορολογικών διατάξεων.
Επίσης, η οργάνωση των ΔΟΥ και η μηχανοργάνωση θα πρέπει να πάψουν να είναι "φοροκεντρικές" και να οργανωθούν κυρίως γύρω από τον φορολογούμενο. Ένας ηλεκτρονικός "φάκελος" για κάθε φορολογούμενο θα περιέχει όλες τις πληροφορίες γι' αυτόν, με τη μορφή χρονολογικών σειρών.
Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην αύξηση των φορολογικών ελέγχων και των ηλεκτρονικών διασταυρώσεων για τους αυτοαπασχολουμένους και τις μικρές επιχειρήσεις, που θα πρέπει να γίνονται κάθε 3 ή 4 το πολύ χρόνια. Γενικά θα πρέπει να δημιουργηθεί η εντύπωση στους φορολογουμένους ότι η πιθανότητα εντοπισμού της φοροδιαφυγής έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με ό,τι ίσχυε έως σήμερα.
Μεγάλη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στη βελτίωση της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού των ΔΟΥ, στην παρακίνησή του για αποδοτική εργασία και στην αναβάθμιση των εσωτερικών ελεγκτικών μηχανισμών του Υπουργείου Οικονομικών.
Τέλος, η ουσιαστική επιτάχυνση της εκδίκασης των φορολογικών υποθέσεων και η αναβάθμιση της νομικής εκπροσώπησης του Δημοσίου θα βοηθήσουν σημαντικά στο περιορισμό της φοροδιαφυγής.

Πηγή: Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Διαχειριστής δεν υποχρεούται σε απαντήσεις επί των σχολίων. Οι απαντήσεις σε ερωτήματα δίδονται έναντι αμοιβής, όπως αναφέρεται σχετικά στο πάνω μέρος του ιστολογίου στο κουτάκι με το τίτλο ΡΩΤΗΣΤΕ ΜΑΣ.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.