ΜΠρΘεσ 6116/2011
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τόπο, χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας και να ασκεί έλεγχο και εποπτεία για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του σχετικά με τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί βασικό γνώρισμα της εξάρτησης. Καθοριστικό στοιχείο συνιστά η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και της εξάρτησης του μισθωτού από τον εργοδότη. (περίληψη απόφασης)
Ι. Η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας γίνεται, κατά κανόνα, άτυπα με μόνη τη σύμπτωση της βουλήσεως των μερών. Μπορεί να καταρτιστεί είτε εγγράφως με ιδιωτικό έγγραφο, είτε προφορικά ή και σιωπηρά με την παροχή της εργασίας από το μισθωτό και την αποδοχή της από τον εργοδότη ή τον αντιπρόσωπό του, σύμφωνα με το άρθρο 649 ΑΚ. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα η έγγραφη, προφορική ή σιωπηρή ως άνω, δήλωση βουλήσεως πρέπει να εκδηλώνεται από το νόμιμο εκπρόσωπό τους ή το αρμόδιο εξουσιοδοτημένο εργοδοτικό όργανο [ΑΠ 363/1986 ΕΕργΔ 46(1987),207, ΑΠ 110/1984 ΕΕργΔ 44(1985),208]. Ειδικότερα δε, όσον αφορά στις ανώνυμες εταιρίες, η εκπροσώπησή τους γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των 61, 65, 67, 68 και 70 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 22 του ΚΝ 2190/1920, ήτοι από το διοικητικό τους συμβούλιο, το οποίο ενεργεί συλλογικώς, ή, εφόσον υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό, από ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή από τους διευθυντές τους ή από τρίτο πρόσωπο [βλ. ΑΠ 1830/2006 ΕΕργΔ 67(2008),290, ΑΠ 693/2006 ΕλλΔνη 49(2008),1062].
Περαιτέρω, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μίας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των Δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση [ΑΠ 797/2008 ΕΕργΔ 67(2008),935, ΑΠ 473/2007 ΕΕργΔ 66(2007),1297], όταν δε το Δικαστήριο της ουσίας, βάσει των πραγματικών περιστατικών της αγωγής, δίδει στην επίδικη έννομη σχέση χαρακτηρισμό διαφορετικό από εκείνον που δίδει ο ενάγων, δεν πρόκειται για λήψη υπόψη από αυτό πραγμάτων μη προταθέντων [ΑΠ 1487/2007 ΔΕΝ 64(2008),548]. Δεδομένου δηλαδή ότι ο όρος «εξαρτημένη εργασία» αποτελεί νομική έννοια, στο Δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί εάν υπάρχει ή δεν υπάρχει εξαρτημένη εργασία, με γνώμονα τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών [ΑΠ 964/2007 ΕΕργΔ 67(2008),419, ΑΠ 1855/2006 ΕΕργΔ 66(2007),1186] αλλά και τις περιστάσεις, υπό τις οποίες έχει συναφθεί η σύμβαση [βλ. ενδεικτικά ΑΠ 926/1999 ΔΕΝ 56,70, ΑΠ 422/1994 ΕΕργΔ 54(1995),931, ΑΠ 947/1992 ΕΕργΔ 52(1993),890, ΕφΑθ 6382/1999 ΕλλΔνη 41(2000),500].
Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του ΑΚ και 6 του ΑΝ 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τόπο, χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας και να ασκεί έλεγχο και εποπτεία για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές [ΑΠ 1099/2003 ΕλλΔνη 46(2005),120]. Η υποχρέωση μάλιστα του τελευταίου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του σχετικά με τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη (ΑΠ Ολ 28/2005). Καθοριστικό στοιχείο για τη διάκριση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από άλλες συμβάσεις δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο συνέπειες, που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο [ΑΠ 33/2007 ΕΕργΔ 66(2007),1022 = ΕλλΔνη 48(2007),1065]. Αποφασιστική όμως σημασία έχει η συνολική εικόνα της δραστηριότητας, από την εκτίμηση της οποίας εξαρτάται η κρίση για το ποια στοιχεία υπερέχουν στην επίδικη έννομη σχέση, δηλαδή αυτά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή εκείνα άλλης σύμβασης [π.χ. ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου, βλ. ΑΠ 542/2008 ΕΕργΔ 68(2009),116, ΑΠ 459/2004 ΕλλΔνη 47(2006),139 = ΕΕργΔ 2005,157, ΕφΑθ 5742/2007 ΕΕργΔ 67(2008),165 = ΔΕΝ 64(2008),229]. Ειδικότερα, όπως σημειώνεται και ανωτέρω, στη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας [βλ. αντί πολλών ΑΠ 373/1980 ΕΕργΔ 39(1980),641, ΑΠ 94/1976 ΕΕργΔ 35(1976),444, Ι. Καποδίστριας, ΕρμΑΚ, Εισαγ. άρθρα 648-680, αριθμ. 84] ο εργοδότης δεν ασκεί τις εξουσίες που του παρέχει το διευθυντικό δικαίωμα και ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να συμμορφώνεται με τις οδηγίες και τις εντολές για τον τρόπο και το χρόνο εκτέλεσης της εργασίας, ούτε υπόκειται στον έλεγχο του εργοδότη, το πότε δε συντρέχει ή όχι το στοιχείο αυτό αποτελεί πραγματικό γεγονός, που κρίνεται τόσο από τους όρους της συμβάσεως, όσο και τις συνθήκες παροχής εργασίας (βλ. και Γ. Λεβέντη, Διάκριση της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας από συγγενείς σχέσεις, ΔΕΝ 58,515 επ., Λ. Ντάσιου, Εργατικό Δίκαιο, Α/1, έκδ. Γ’, σελ. 56-57).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και, του Ν 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/30.5.1946 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και, διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι, σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν, ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του με μισθό και, υποβάλλεται στη νομική εξάρτηση του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί εποπτεία και, να ελέγχει την εργασία που παρέχει ο εργαζόμενος, δίδοντας οδηγίες ως προς το χρόνο, τόπο και τρόπο της παρεχόμενης υπηρεσίας, άσχετα με το αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή, αφήνει περιθώρια πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον η άφεση αυτή, δεν εξικνείται, μέχρι καταλύσεως της υποχρεώσεως υπακοής στον εργοδότη και, δημιουργίας αντιστοίχως, δικαιώματος ελεύθερης από τον έλεγχο του τελευταίου, υπηρεσιακής δράσεως. Εξαρτημένη εργασία, δεν αποκλείεται να παρέχει και το μέλος του ΔΣ της ΑΕ όταν, προσφέρει αντί μισθού υπηρεσίες, πέραν των νόμιμων καθηκόντων του ως μέλους του ΔΣ και, υπόκειται στον ως άνω έλεγχο του τελευταίου, ενώ εξάλλου, το στοιχείο της εξάρτησης από τον εργοδότη, έστω και χαλαρής, υπάρχει και στην περίπτωση των, κατά το άρθρο 2 εδ. α’ της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον, που κυρώθηκε με το Ν 2269/1920, διευθυνόντων υπαλλήλων, εκείνων δηλαδή των προσώπων που, έχουν εξαιρετικά προσόντα και, απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του κυρίου της επιχείρησης, ο οποίος τους αναθέτει καθήκοντα εποπτείας του προσωπικού και, γενικότερης διευθύνσεως, ώστε να επηρεάζουν αποφασιστικά, τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης του εργοδότη, ασκούντες έτσι με πρωτοβουλία και υπευθυνότητα, εργοδοτικά καθήκοντα (ΑΠ 1204/1995 ΔΕΝ 1997,951).
Όλοι οι μισθωτοί που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο, δικαιούνται από τους πάσης φύσεως εργοδότες τους επίδομα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Όταν ο μισθωτός αμείβεται με ημερομίσθιο δικαιούται: α) για δώρο Χριστουγέννων 25 πράγματι καταβαλλόμενα ημερομίσθια, αν απασχολήθηκε από 1.5 μέχρι 31.12, ή 2 ημερομίσθια για κάθε 19ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής του σχέσης αν δεν απασχολήθηκε ολόκληρο το άνω 8μηνο, και β) για δώρο Πάσχα 15 πράγματι καταβαλλόμενα ημερομίσθια, αν απασχολήθηκε από 1.1 μέχρι 30.4, ή 1 ημερομίσθιο για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής του σχέσης αν δεν απασχολήθηκε ολόκληρο το άνω 4μηνο (άρθρα 1 παρ. 1 και 2 του Ν 1082/1980 και 1 παρ. 1-3 και 3 παρ. 1-2 της ΚΥΑ 19041/1980).
Η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσης, με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης αγωγής από έγκυρη σύμβαση εργασίας ή από αδικοπραξία, διότι σε αντίθετη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας. Αν η αγωγή του πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) και, ειδικότερα, υπό την αίρεση της απόρριψης της από τη σύμβαση εργασίας πρώτης σωρευόμενης αγωγής, λόγω ακυρότητας της ως άνω συμβάσεως, για την πληρότητα της δεύτερης αυτής αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α’ ΚΠολΔ, πρέπει, πέρα από την παροχή της εργασίας και τον εξαιτίας της πλουτισμό του εναγομένου εργοδότη, να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας (ΑΠ 914/1998 ΕΕργΔ 1999,858). Πάντως, και αν η σύμβαση εργασίας είναι άκυρη, ο μισθωτός δικαιούται ευθέως εκ του νόμου και όχι με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός των άλλων: α) τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα διότι, τόσο στο άρθρο 1 του Ν 1082/1980 , όσο και στην οικεία 19040/1981 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του πιο πάνω νόμου, ως δικαιούχοι των επιδομάτων αυτών, φέρονται οι μισθωτοί, οι οποίοι συνδέονται με τον υπόχρεο εργοδότη τους με σχέση εργασίας, β) τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, που οφείλονται βάσει των διατάξεων του ΑΝ 539/1945, όπως ισχύει μετά από την τροποποίησή του από το Ν 1346/1983 και του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν 4504/1966, γιατί και για τις αποδοχές αυτές, αρκεί να υφίσταται πραγματική σχέση εργασίας, χωρίς να ενδιαφέρει εάν, η εργασία παρέχεται δυνάμει εγκύρου ή μη, συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 389/1998, ΑΠ 977/1998 ΔΕΝ 1998,601, 1497), γ) την αποζημίωση απόλυσης (ΑΠ 331/1999 ΕλλΔνη 1999,1338, ΑΠ 442/1996 ΔΕΝ 1998,619), δ) την προσαύξηση, κατά 25% του νόμιμου μισθού ή ημερομισθίου (ΑΠ 987/1982 ΔΕΝ 39,12), εν προκειμένω επί του κατώτατου ημερομισθίου ασφαλείας ανειδίκευτου εργάτη, που προβλέπεται ευθέως από την 18310/1946 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας για τη νυκτερινή εργασία και, ε) την προσαύξηση, κατά 75% του νόμιμου ημερομισθίου, εν προκειμένω επί του κατώτατου ημερομισθίου ασφαλείας ανειδίκευτου εργάτη, που προβλέπεται ευθέως από τις 8900/1946, 18310/1946 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας. [...]
Από την εκτίμηση των [...] αποδείχθηκαν κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εναγόμενη εταιρία άρχισε να λειτουργεί τον Αύγουστο του 1987, με τη μορφή της ομόρρυθμης εταιρίας και με την επωνυμία «… και Σία ΟΕ», με ομόρρυθμα μέλη ήτοι το Ν. Μ. (θείο του θανόντος και συζύγου της ενάγουσας) σε ποσοστό 15%, το Δ. Μ. (ομοίως θείο του θανόντος) σε ποσοστό 35%, τον Ε. Μ. (επίσης θείο του θανόντος) σε ποσοστό 35% και το Γ. Μ. (πατέρα του αποβιώσαντος συζύγου της ενάγουσας), σε ποσοστό 15%. Το έτος 1994, κατόπιν τροποποίησης του καταστατικού της εν λόγω εταιρίας, αποχώρησε από την εταιρία ο Δ. Μ. με εκχώρηση του εταιρικού του μεριδίου εκ 35% στο Ν. Μ., ενώ ο εταίρος Ε. Μ., από το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρία 35%, εκχώρησε ποσοστό 10% στο Γ. Μ. (πατέρα του θανόντος), με αποτέλεσμα τα ποσοστά να διαμορφωθούν πλέον σε 50% για το Ν. Μ., σε 25% για τον Ε. Μ. και σε 25% για τον Γ. Μ. (βλ. από 20.5.1994 συμφωνητικό τροποποίησης της ομόρρυθμης εταιρίας). Ο Α. Μ., μετά το πέρας των σπουδών του και αφού υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, εισήλθε στην ως άνω επιχείρηση εμπορίας ξυλείας και πάγκων κουζίνας, που, όπως προαναφέρθηκε, τότε λειτουργούσε με τη μορφή της ομόρρυθμης εταιρίας και με την επωνυμία «Ν. Μ. ΟΕ». Έτσι, το έτος 1996 και μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρίας «Ν. Μ. ΑΕ» -κατά μετατροπή της ομόρρυθμης- ήτοι μετά τον Ιούλιο του 1996, εισήλθε και αυτός στην εταιρία και προκειμένου να διαδεχθεί τον πατέρα του Γ. Μ., ιδρυτικό μέλος του ΔΣ αυτής. Ο θανών από την αρχή δραστηριοποιούνταν σε πολλούς τομείς της εταιρίας ως διοικητικό στέλεχος και το Σεπτέμβριο του 1996 μετείχε του πρώτου ΔΣ αυτής (όπως και ο πατέρας του Γ.). Η συμμέτοχη του Α. Μ. και του πατρός του Γ. στο ΔΣ της εταιρίας προκύπτει τόσο από το με αριθμ. …/18.7.1996 καταστατικό ΑΕ της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, όσο και από το υπ’ αριθμ. …/25.9.1996 Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως με καταχώρηση του άνω καταστατικού, ενώ από τα υπ’ αριθμ. 1/7.10.1996 και 34/28.6.2001 πρακτικά, προκύπτει η πενταετής διάρκεια της συμμετοχής του συζύγου της ενάγουσας στο ΔΣ της εταιρίας, ενδεικτική των αυξημένων αρμοδιοτήτων που είχε στα πλαίσια της επιχειρηματικής δραστηριότητας αυτής. Το έτος 2003 ο πατέρας του θανόντος, Γ. Μ., μεταβίβασε στον υιό του τις μετοχές του (ανερχόμενες τότε σε 13.000, ήτοι ποσοστό 25% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας) και του εκχώρησε τη μετοχική του ιδιότητα (βλ. αριθμ. 10/20.8.2003 πρακτικό έκτακτης ΓΣ, όπου υπεισέρχεται πλέον ως μέτοχος στην εταιρία ο Α. Μ. με 13.000 μετοχές και αντίστοιχο αριθμό ψήφων). Έκτοτε και μέχρι του προώρου θανάτου του ήταν διοικητικό μέλος της εταιρίας και μέτοχος αυτής. Πρέπει να σημειωθεί ότι, παρότι ουσιαστικά ήταν διοικητικό μέλος και στέλεχος της εταιρίας, για λόγους προσωπικούς του και καθαρά επιλογής του και μόνον, είχε προσληφθεί εις αυτήν ως υπάλληλος και είχε ασφαλισθεί στο ΙΚΑ. Έτσι φέρονταν τυπικά ως υπάλληλος αυτής, ουσιαστικά όμως είχε ενεργή διοικητική συμμετοχή στην εταιρία και πολλές αρμοδιότητες. Κατά το χρόνο του θανάτου του (24.9.2008) είχε 21.875 μετοχές, ήτοι ποσοστό 25% (βλ. απόσπασμα εκ του βιβλίου μετόχων, κατά την 26.7.2008, ήτοι σε χρόνο προ του θανάτου του, που φαίνεται η συμμετοχική του μερίδα 21.875 μετοχών -σε σύνολο 87.500-, το 1/2 των οποίων κληρονόμησε η ενάγουσα). Οι αρμοδιότητες που είχε ο θανών ήταν ιδιαίτερα αυξημένες και αφορούσαν στην οργάνωση και την εποπτεία νευραλγικών τομέων της λειτουργίας της επιχείρησης όπως π.χ. η αποστολή και λήψη των παραγγελιών των εμπορευμάτων, η οργάνωση της αποθήκης, η μισθοδοσία των υπαλλήλων και η τακτοποίηση των ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων, η ρύθμιση των αδειών τους κ.λπ. ασκώντας στην πραγματικότητα εργοδοτικά καθήκοντα, υπό την ιδιότητά του ως μετόχου της επιχείρησης, συνδιαχειριστή και συνιδιοκτήτη των πραγμάτων αυτής, με συμμετοχή στις κερδοζημίες της. Νομική εξάρτηση του συζύγου της εναγομένης από τα όργανά της, υπό την έννοια του ελέγχου κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εποπτείας ως προς τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, συμμορφούμενος σε εντολές και οδηγίες του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας, δεν αποδείχθηκε, παρά τα όσα περί του αντιθέτου η ενάγουσα ισχυρίζεται, η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι, στο δικόγραφο της αγωγής της ουδέν αναφέρει για τέτοιου είδους εξάρτηση, παρά μόνο ότι αμείβονταν με μηνιαίο μισθό, γεγονός που δεν δύναται μόνο του να άγει σε διαφορετική κρίση, ούτε μάλιστα σε συνδυασμό με την ασφάλιση στο ΙΚΑ (βλ. ΑΠ 2078/2007 Nomos). Εφόσον λοιπόν κατά τα ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι μεταξύ του συζύγου της ενάγουσας και της εναγομένης είχε συναφθεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά ότι ο θανών παρείχε ανεξάρτητες υπηρεσίες λειτουργώντας με δική του πρωτοβουλία στη διαχείριση και διοίκηση των πραγμάτων της εταιρίας, με σημαντική μετοχική συμμετοχή, παρακολουθώντας μάλιστα τις εταιρικές υποθέσεις μέσω internet του οικιακού ηλεκτρονικού εξοπλισμού, καλύπτοντας προσωπικά του έξοδα, προβαίνοντας σε επενδύσεις με δαπάνες της εταιρίας, και επηρεάζοντας σημαντικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη αυτής, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, παρελκουμένης της εξέτασης της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών εκ μέρους της εναγομένης προβληθεισών ενστάσεων, ως μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. [...]
(Απορρίπτει την αγωγή.)
ΠΗΓΗ, http://www.nb.org/
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τόπο, χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας και να ασκεί έλεγχο και εποπτεία για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του σχετικά με τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί βασικό γνώρισμα της εξάρτησης. Καθοριστικό στοιχείο συνιστά η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και της εξάρτησης του μισθωτού από τον εργοδότη. (περίληψη απόφασης)
Ι. Η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας γίνεται, κατά κανόνα, άτυπα με μόνη τη σύμπτωση της βουλήσεως των μερών. Μπορεί να καταρτιστεί είτε εγγράφως με ιδιωτικό έγγραφο, είτε προφορικά ή και σιωπηρά με την παροχή της εργασίας από το μισθωτό και την αποδοχή της από τον εργοδότη ή τον αντιπρόσωπό του, σύμφωνα με το άρθρο 649 ΑΚ. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα η έγγραφη, προφορική ή σιωπηρή ως άνω, δήλωση βουλήσεως πρέπει να εκδηλώνεται από το νόμιμο εκπρόσωπό τους ή το αρμόδιο εξουσιοδοτημένο εργοδοτικό όργανο [ΑΠ 363/1986 ΕΕργΔ 46(1987),207, ΑΠ 110/1984 ΕΕργΔ 44(1985),208]. Ειδικότερα δε, όσον αφορά στις ανώνυμες εταιρίες, η εκπροσώπησή τους γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των 61, 65, 67, 68 και 70 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 22 του ΚΝ 2190/1920, ήτοι από το διοικητικό τους συμβούλιο, το οποίο ενεργεί συλλογικώς, ή, εφόσον υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό, από ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή από τους διευθυντές τους ή από τρίτο πρόσωπο [βλ. ΑΠ 1830/2006 ΕΕργΔ 67(2008),290, ΑΠ 693/2006 ΕλλΔνη 49(2008),1062].
Περαιτέρω, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μίας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των Δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση [ΑΠ 797/2008 ΕΕργΔ 67(2008),935, ΑΠ 473/2007 ΕΕργΔ 66(2007),1297], όταν δε το Δικαστήριο της ουσίας, βάσει των πραγματικών περιστατικών της αγωγής, δίδει στην επίδικη έννομη σχέση χαρακτηρισμό διαφορετικό από εκείνον που δίδει ο ενάγων, δεν πρόκειται για λήψη υπόψη από αυτό πραγμάτων μη προταθέντων [ΑΠ 1487/2007 ΔΕΝ 64(2008),548]. Δεδομένου δηλαδή ότι ο όρος «εξαρτημένη εργασία» αποτελεί νομική έννοια, στο Δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί εάν υπάρχει ή δεν υπάρχει εξαρτημένη εργασία, με γνώμονα τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών [ΑΠ 964/2007 ΕΕργΔ 67(2008),419, ΑΠ 1855/2006 ΕΕργΔ 66(2007),1186] αλλά και τις περιστάσεις, υπό τις οποίες έχει συναφθεί η σύμβαση [βλ. ενδεικτικά ΑΠ 926/1999 ΔΕΝ 56,70, ΑΠ 422/1994 ΕΕργΔ 54(1995),931, ΑΠ 947/1992 ΕΕργΔ 52(1993),890, ΕφΑθ 6382/1999 ΕλλΔνη 41(2000),500].
Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του ΑΚ και 6 του ΑΝ 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τόπο, χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας και να ασκεί έλεγχο και εποπτεία για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές [ΑΠ 1099/2003 ΕλλΔνη 46(2005),120]. Η υποχρέωση μάλιστα του τελευταίου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του σχετικά με τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη (ΑΠ Ολ 28/2005). Καθοριστικό στοιχείο για τη διάκριση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από άλλες συμβάσεις δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο συνέπειες, που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο [ΑΠ 33/2007 ΕΕργΔ 66(2007),1022 = ΕλλΔνη 48(2007),1065]. Αποφασιστική όμως σημασία έχει η συνολική εικόνα της δραστηριότητας, από την εκτίμηση της οποίας εξαρτάται η κρίση για το ποια στοιχεία υπερέχουν στην επίδικη έννομη σχέση, δηλαδή αυτά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή εκείνα άλλης σύμβασης [π.χ. ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου, βλ. ΑΠ 542/2008 ΕΕργΔ 68(2009),116, ΑΠ 459/2004 ΕλλΔνη 47(2006),139 = ΕΕργΔ 2005,157, ΕφΑθ 5742/2007 ΕΕργΔ 67(2008),165 = ΔΕΝ 64(2008),229]. Ειδικότερα, όπως σημειώνεται και ανωτέρω, στη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας [βλ. αντί πολλών ΑΠ 373/1980 ΕΕργΔ 39(1980),641, ΑΠ 94/1976 ΕΕργΔ 35(1976),444, Ι. Καποδίστριας, ΕρμΑΚ, Εισαγ. άρθρα 648-680, αριθμ. 84] ο εργοδότης δεν ασκεί τις εξουσίες που του παρέχει το διευθυντικό δικαίωμα και ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να συμμορφώνεται με τις οδηγίες και τις εντολές για τον τρόπο και το χρόνο εκτέλεσης της εργασίας, ούτε υπόκειται στον έλεγχο του εργοδότη, το πότε δε συντρέχει ή όχι το στοιχείο αυτό αποτελεί πραγματικό γεγονός, που κρίνεται τόσο από τους όρους της συμβάσεως, όσο και τις συνθήκες παροχής εργασίας (βλ. και Γ. Λεβέντη, Διάκριση της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας από συγγενείς σχέσεις, ΔΕΝ 58,515 επ., Λ. Ντάσιου, Εργατικό Δίκαιο, Α/1, έκδ. Γ’, σελ. 56-57).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και, του Ν 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/30.5.1946 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και, διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι, σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν, ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του με μισθό και, υποβάλλεται στη νομική εξάρτηση του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί εποπτεία και, να ελέγχει την εργασία που παρέχει ο εργαζόμενος, δίδοντας οδηγίες ως προς το χρόνο, τόπο και τρόπο της παρεχόμενης υπηρεσίας, άσχετα με το αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή, αφήνει περιθώρια πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον η άφεση αυτή, δεν εξικνείται, μέχρι καταλύσεως της υποχρεώσεως υπακοής στον εργοδότη και, δημιουργίας αντιστοίχως, δικαιώματος ελεύθερης από τον έλεγχο του τελευταίου, υπηρεσιακής δράσεως. Εξαρτημένη εργασία, δεν αποκλείεται να παρέχει και το μέλος του ΔΣ της ΑΕ όταν, προσφέρει αντί μισθού υπηρεσίες, πέραν των νόμιμων καθηκόντων του ως μέλους του ΔΣ και, υπόκειται στον ως άνω έλεγχο του τελευταίου, ενώ εξάλλου, το στοιχείο της εξάρτησης από τον εργοδότη, έστω και χαλαρής, υπάρχει και στην περίπτωση των, κατά το άρθρο 2 εδ. α’ της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον, που κυρώθηκε με το Ν 2269/1920, διευθυνόντων υπαλλήλων, εκείνων δηλαδή των προσώπων που, έχουν εξαιρετικά προσόντα και, απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του κυρίου της επιχείρησης, ο οποίος τους αναθέτει καθήκοντα εποπτείας του προσωπικού και, γενικότερης διευθύνσεως, ώστε να επηρεάζουν αποφασιστικά, τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης του εργοδότη, ασκούντες έτσι με πρωτοβουλία και υπευθυνότητα, εργοδοτικά καθήκοντα (ΑΠ 1204/1995 ΔΕΝ 1997,951).
Όλοι οι μισθωτοί που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο, δικαιούνται από τους πάσης φύσεως εργοδότες τους επίδομα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Όταν ο μισθωτός αμείβεται με ημερομίσθιο δικαιούται: α) για δώρο Χριστουγέννων 25 πράγματι καταβαλλόμενα ημερομίσθια, αν απασχολήθηκε από 1.5 μέχρι 31.12, ή 2 ημερομίσθια για κάθε 19ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής του σχέσης αν δεν απασχολήθηκε ολόκληρο το άνω 8μηνο, και β) για δώρο Πάσχα 15 πράγματι καταβαλλόμενα ημερομίσθια, αν απασχολήθηκε από 1.1 μέχρι 30.4, ή 1 ημερομίσθιο για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής του σχέσης αν δεν απασχολήθηκε ολόκληρο το άνω 4μηνο (άρθρα 1 παρ. 1 και 2 του Ν 1082/1980 και 1 παρ. 1-3 και 3 παρ. 1-2 της ΚΥΑ 19041/1980).
Η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσης, με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης αγωγής από έγκυρη σύμβαση εργασίας ή από αδικοπραξία, διότι σε αντίθετη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας. Αν η αγωγή του πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) και, ειδικότερα, υπό την αίρεση της απόρριψης της από τη σύμβαση εργασίας πρώτης σωρευόμενης αγωγής, λόγω ακυρότητας της ως άνω συμβάσεως, για την πληρότητα της δεύτερης αυτής αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α’ ΚΠολΔ, πρέπει, πέρα από την παροχή της εργασίας και τον εξαιτίας της πλουτισμό του εναγομένου εργοδότη, να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας (ΑΠ 914/1998 ΕΕργΔ 1999,858). Πάντως, και αν η σύμβαση εργασίας είναι άκυρη, ο μισθωτός δικαιούται ευθέως εκ του νόμου και όχι με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός των άλλων: α) τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα διότι, τόσο στο άρθρο 1 του Ν 1082/1980 , όσο και στην οικεία 19040/1981 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του πιο πάνω νόμου, ως δικαιούχοι των επιδομάτων αυτών, φέρονται οι μισθωτοί, οι οποίοι συνδέονται με τον υπόχρεο εργοδότη τους με σχέση εργασίας, β) τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, που οφείλονται βάσει των διατάξεων του ΑΝ 539/1945, όπως ισχύει μετά από την τροποποίησή του από το Ν 1346/1983 και του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν 4504/1966, γιατί και για τις αποδοχές αυτές, αρκεί να υφίσταται πραγματική σχέση εργασίας, χωρίς να ενδιαφέρει εάν, η εργασία παρέχεται δυνάμει εγκύρου ή μη, συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 389/1998, ΑΠ 977/1998 ΔΕΝ 1998,601, 1497), γ) την αποζημίωση απόλυσης (ΑΠ 331/1999 ΕλλΔνη 1999,1338, ΑΠ 442/1996 ΔΕΝ 1998,619), δ) την προσαύξηση, κατά 25% του νόμιμου μισθού ή ημερομισθίου (ΑΠ 987/1982 ΔΕΝ 39,12), εν προκειμένω επί του κατώτατου ημερομισθίου ασφαλείας ανειδίκευτου εργάτη, που προβλέπεται ευθέως από την 18310/1946 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας για τη νυκτερινή εργασία και, ε) την προσαύξηση, κατά 75% του νόμιμου ημερομισθίου, εν προκειμένω επί του κατώτατου ημερομισθίου ασφαλείας ανειδίκευτου εργάτη, που προβλέπεται ευθέως από τις 8900/1946, 18310/1946 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας. [...]
Από την εκτίμηση των [...] αποδείχθηκαν κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εναγόμενη εταιρία άρχισε να λειτουργεί τον Αύγουστο του 1987, με τη μορφή της ομόρρυθμης εταιρίας και με την επωνυμία «… και Σία ΟΕ», με ομόρρυθμα μέλη ήτοι το Ν. Μ. (θείο του θανόντος και συζύγου της ενάγουσας) σε ποσοστό 15%, το Δ. Μ. (ομοίως θείο του θανόντος) σε ποσοστό 35%, τον Ε. Μ. (επίσης θείο του θανόντος) σε ποσοστό 35% και το Γ. Μ. (πατέρα του αποβιώσαντος συζύγου της ενάγουσας), σε ποσοστό 15%. Το έτος 1994, κατόπιν τροποποίησης του καταστατικού της εν λόγω εταιρίας, αποχώρησε από την εταιρία ο Δ. Μ. με εκχώρηση του εταιρικού του μεριδίου εκ 35% στο Ν. Μ., ενώ ο εταίρος Ε. Μ., από το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρία 35%, εκχώρησε ποσοστό 10% στο Γ. Μ. (πατέρα του θανόντος), με αποτέλεσμα τα ποσοστά να διαμορφωθούν πλέον σε 50% για το Ν. Μ., σε 25% για τον Ε. Μ. και σε 25% για τον Γ. Μ. (βλ. από 20.5.1994 συμφωνητικό τροποποίησης της ομόρρυθμης εταιρίας). Ο Α. Μ., μετά το πέρας των σπουδών του και αφού υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, εισήλθε στην ως άνω επιχείρηση εμπορίας ξυλείας και πάγκων κουζίνας, που, όπως προαναφέρθηκε, τότε λειτουργούσε με τη μορφή της ομόρρυθμης εταιρίας και με την επωνυμία «Ν. Μ. ΟΕ». Έτσι, το έτος 1996 και μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρίας «Ν. Μ. ΑΕ» -κατά μετατροπή της ομόρρυθμης- ήτοι μετά τον Ιούλιο του 1996, εισήλθε και αυτός στην εταιρία και προκειμένου να διαδεχθεί τον πατέρα του Γ. Μ., ιδρυτικό μέλος του ΔΣ αυτής. Ο θανών από την αρχή δραστηριοποιούνταν σε πολλούς τομείς της εταιρίας ως διοικητικό στέλεχος και το Σεπτέμβριο του 1996 μετείχε του πρώτου ΔΣ αυτής (όπως και ο πατέρας του Γ.). Η συμμέτοχη του Α. Μ. και του πατρός του Γ. στο ΔΣ της εταιρίας προκύπτει τόσο από το με αριθμ. …/18.7.1996 καταστατικό ΑΕ της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, όσο και από το υπ’ αριθμ. …/25.9.1996 Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως με καταχώρηση του άνω καταστατικού, ενώ από τα υπ’ αριθμ. 1/7.10.1996 και 34/28.6.2001 πρακτικά, προκύπτει η πενταετής διάρκεια της συμμετοχής του συζύγου της ενάγουσας στο ΔΣ της εταιρίας, ενδεικτική των αυξημένων αρμοδιοτήτων που είχε στα πλαίσια της επιχειρηματικής δραστηριότητας αυτής. Το έτος 2003 ο πατέρας του θανόντος, Γ. Μ., μεταβίβασε στον υιό του τις μετοχές του (ανερχόμενες τότε σε 13.000, ήτοι ποσοστό 25% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας) και του εκχώρησε τη μετοχική του ιδιότητα (βλ. αριθμ. 10/20.8.2003 πρακτικό έκτακτης ΓΣ, όπου υπεισέρχεται πλέον ως μέτοχος στην εταιρία ο Α. Μ. με 13.000 μετοχές και αντίστοιχο αριθμό ψήφων). Έκτοτε και μέχρι του προώρου θανάτου του ήταν διοικητικό μέλος της εταιρίας και μέτοχος αυτής. Πρέπει να σημειωθεί ότι, παρότι ουσιαστικά ήταν διοικητικό μέλος και στέλεχος της εταιρίας, για λόγους προσωπικούς του και καθαρά επιλογής του και μόνον, είχε προσληφθεί εις αυτήν ως υπάλληλος και είχε ασφαλισθεί στο ΙΚΑ. Έτσι φέρονταν τυπικά ως υπάλληλος αυτής, ουσιαστικά όμως είχε ενεργή διοικητική συμμετοχή στην εταιρία και πολλές αρμοδιότητες. Κατά το χρόνο του θανάτου του (24.9.2008) είχε 21.875 μετοχές, ήτοι ποσοστό 25% (βλ. απόσπασμα εκ του βιβλίου μετόχων, κατά την 26.7.2008, ήτοι σε χρόνο προ του θανάτου του, που φαίνεται η συμμετοχική του μερίδα 21.875 μετοχών -σε σύνολο 87.500-, το 1/2 των οποίων κληρονόμησε η ενάγουσα). Οι αρμοδιότητες που είχε ο θανών ήταν ιδιαίτερα αυξημένες και αφορούσαν στην οργάνωση και την εποπτεία νευραλγικών τομέων της λειτουργίας της επιχείρησης όπως π.χ. η αποστολή και λήψη των παραγγελιών των εμπορευμάτων, η οργάνωση της αποθήκης, η μισθοδοσία των υπαλλήλων και η τακτοποίηση των ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων, η ρύθμιση των αδειών τους κ.λπ. ασκώντας στην πραγματικότητα εργοδοτικά καθήκοντα, υπό την ιδιότητά του ως μετόχου της επιχείρησης, συνδιαχειριστή και συνιδιοκτήτη των πραγμάτων αυτής, με συμμετοχή στις κερδοζημίες της. Νομική εξάρτηση του συζύγου της εναγομένης από τα όργανά της, υπό την έννοια του ελέγχου κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εποπτείας ως προς τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, συμμορφούμενος σε εντολές και οδηγίες του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας, δεν αποδείχθηκε, παρά τα όσα περί του αντιθέτου η ενάγουσα ισχυρίζεται, η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι, στο δικόγραφο της αγωγής της ουδέν αναφέρει για τέτοιου είδους εξάρτηση, παρά μόνο ότι αμείβονταν με μηνιαίο μισθό, γεγονός που δεν δύναται μόνο του να άγει σε διαφορετική κρίση, ούτε μάλιστα σε συνδυασμό με την ασφάλιση στο ΙΚΑ (βλ. ΑΠ 2078/2007 Nomos). Εφόσον λοιπόν κατά τα ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι μεταξύ του συζύγου της ενάγουσας και της εναγομένης είχε συναφθεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά ότι ο θανών παρείχε ανεξάρτητες υπηρεσίες λειτουργώντας με δική του πρωτοβουλία στη διαχείριση και διοίκηση των πραγμάτων της εταιρίας, με σημαντική μετοχική συμμετοχή, παρακολουθώντας μάλιστα τις εταιρικές υποθέσεις μέσω internet του οικιακού ηλεκτρονικού εξοπλισμού, καλύπτοντας προσωπικά του έξοδα, προβαίνοντας σε επενδύσεις με δαπάνες της εταιρίας, και επηρεάζοντας σημαντικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη αυτής, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, παρελκουμένης της εξέτασης της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών εκ μέρους της εναγομένης προβληθεισών ενστάσεων, ως μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. [...]
(Απορρίπτει την αγωγή.)
ΠΗΓΗ, http://www.nb.org/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο Διαχειριστής δεν υποχρεούται σε απαντήσεις επί των σχολίων. Οι απαντήσεις σε ερωτήματα δίδονται έναντι αμοιβής, όπως αναφέρεται σχετικά στο πάνω μέρος του ιστολογίου στο κουτάκι με το τίτλο ΡΩΤΗΣΤΕ ΜΑΣ.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.