Απόσπασμα από το πολύ καλό βιβλίο του Jacques Attali(συμβούλου του Φ.Μιτεράν από το 1981 έως το 1991)Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ.
Από τη δεκαετία του 1980, οι μισθοί μένουν στάσιμοι, οι δημόσιες
ανάγκες αυξάνονται, γεγονός που ωθεί όλα τα κράτη να αυξήσουν ραγ-
δαία την αναλογία των δημοσίων εσόδων και δαπανών ως προς το
εθνικό εισόδημα και να δανειστούν από τους αποταμιευτές ολόκληρου
του κόσμου. Από τα χρεοστάσια στον πληθωρισμό, από τα προγράμ-
ματα λιτότητας στην επανάσταση, τα φτωχότερα κράτη στενάζουν κάτω
από την πίεση των πιστωτών. Από την άλλη πλευρά, τα πλουσιότερα
δημιουργούν νέα χρηματοδοτικά μέσα, απορρυθμίζουν τις αγορές και
προσελκύουν όλους τους δανειστές.
Και έπειτα, έρχονται τα πάνω κάτω: το 2007, ανακαλύπτουμε ότι το μέ-
ρος του κόσμου που εθεωρείτο πλούσιο είναι χρεωμένο προς το μέρος
εκείνο που εθεωρείτο φτωχό. Όπως συνέβαινε συχνά στο παρελθόν, το
σκάσιμο μιας νέας φούσκας περιουσιακών στοιχείων πυροδοτεί μια νέα
τραπεζική κρίση και ύφεση, που γρήγορα μεταφέρονται στους φορολο-
γούμενους. Σε όλες τις δυτικές χώρες, το δημόσιο χρέος λαμβάνει άγνω-
στες μέχρι πρότινος διαστάσεις, εξαιρουμένων των περιόδων πολέμου.
Το 2010, εάν εξαιρέσουμε τη Ζιμπάμπουε, η χώρα με το μεγαλύτερο
καθαρό δημόσιο χρέος είναι η Ιαπωνία, το χρέος της οποίας ανέρχε-
ται στο 204% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος των Ηνωμένων Πολιτειών
ανέρχεται σε 11 τρισεκατομμύρια δολάρια, ήτοι στο 54% του ΑΕΠ και
στο 674% των φορολογικών εσόδων της χώρας, ενώ τα ετήσια δάνειά
τους αντιπροσωπεύουν το 248% των φορολογικών εσόδων. Το 2010, το
Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ πρέπει να αναχρηματοδοτήσει πε-
ρισσότερο από το ήμισυ του χρέους του. Αυτό πραγματοποιείται κατά το
ήμισυ μέσω κεφαλαίων από το εξωτερικό, το 50% των οποίων προέρχε-
ται από την Ιαπωνία και την Κίνα. Όσον αφορά το ευρωπαϊκό δημόσιο
χρέος, αυτό αντιστοιχεί στο 80% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το
δημόσιο χρέος της Μεγάλης Βρετανίας προσεγγίζει το 100% του ΑΕΠ,
ενώ της Ελλάδας το 135% του ΑΕΠ, τα δύο τρίτα του οποίου οφείλονται
στην αλλοδαπή. Στη Γαλλία, το δημόσιο χρέος αντιστοιχεί στο 77% του
ΑΕΠ και στο 535% των φορολογικών εσόδων. Τα δημόσια ετήσια δά-
νεια της χώρας αντιπροσωπεύουν το 137% των φορολογικών εσόδων.
Πολλές χώρες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, που επλήγησαν
από τις αγορές, ετοιμάζονται σιωπηρά να κηρύξουν πτώχευση.
Τελικά, οι τράπεζες της Δύσης δεν μπορούν πλέον να δανείσουν, εφό-
σον προσπαθούν πάση θυσία να μειώσουν το χρέος τους, ενώ τα κράτη
δεν μπορούν να δράσουν, λόγω του ότι αδυνατούν να αυξήσουν το δικό
τους. Η Δύση έγινε φάντασμα του εαυτού της.
Πρόκειται για μια παράξενη κατάσταση, όπου οι πλούσιοι ζουν σε
βάρος των φτωχών, όπου Κινέζοι οι οποίοι κερδίζουν λιγότερο από
1.000 ευρώ μηνιαίως διαθέτουν το ήμισυ του εισοδήματός τους για τη
χρηματοδότηση των μισθών των Αμερικανών δημοσίων υπαλλήλων,
στρατιωτικών ή ερευνητών που κερδίζουν πάνω από το δεκαπλάσιο
του εισοδήματος των πρώτων, όπου το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα
χρηματοδοτεί την κατανάλωση των χωρών του Βορρά με τις αποτα-
μιεύσεις των χωρών του Νότου εισπράττοντας εν τω μεταξύ μεγάλες
προμήθειες, όπου οι γηραιότεροι ζουν από τη δουλειά των νέων, όπου
οι αρχηγοί των φτωχών κρατών δεν επιθυμούν να δουν τους πολίτες
τους να πλουτίζουν γρήγορα, όπου κανείς δεν θέλει να μάθει ποια είναι
πραγματικά τα χρέη των κρατών, όπου η θεωρία καταρρίπτεται εντελώς
και αδυνατεί ακόμα και να προσδιορίσει τις σχετικές έννοιες, πολλώ δε
μάλλον να προβεί σε μια πρακτική εφαρμογή των εννοιών αυτών, όπου
όλοι μεταφέρουν το «λογαριασμό» σε αναρίθμητους αποδιοπομπαίους
τράγους.
Σήμερα, πολλοί από τους ιθύνοντες σκέφτονται να γλιτώσουν και
πάλι με χίλια δυο τεχνάσματα. Πιστεύουν ότι τα βουνά των απαιτήσεων
θα εξαφανιστούν ξαφνικά. Αρνούνται για μία ακόμη φορά να λάβουν
υπόψη τους όσους προειδοποιούν για την άσχημη κατάληξη της όλης
ιστορίας. Ξεχνούν ότι η κακή διαχείριση του χρέους καταστρέφει πάντα
και τους δανειστές και τους οφειλέτες. Δεν θυμούνται ότι, πολύ συχνά,
για τον οφειλέτη που αθετεί την εκπλήρωση της υποχρέωσής του ελλο-
χεύει κίνδυνος πολέμου. Αγνοούν το γεγονός ότι η αγορά, που κολα-
κεύει το κράτος όταν όλα βαίνουν καλώς, δεν διστάζει να του επιτεθεί
όταν η κατάσταση δυσκολεύει.
Και η κατάσταση είναι όντως δύσκολη: με τους σημερινούς ρυθμούς,
το δημόσιο χρέος των κυριότερων χωρών της Δύσης θα ξεπεράσει σύ-
ντομα τον πλούτο που παράγουν οι χώρες αυτές ετησίως, χωρίς να
βρίσκονται σε έντονη ανάπτυξη ή χωρίς να υπάρχει πληθωρισμός, αντί-
θετα με ό,τι συνέβαινε σε κάθε έκρηξη του χρέους. Ακόμα και χωρίς
άνοδο των επιτοκίων, οι τόκοι του δημοσίου χρέους που θα κληθούν να
καταβάλουν τα πλούσια κράτη θα υπερδιπλασιαστούν μεταξύ 2007 και
2014. Ο κάθε πολίτης αυτών των κρατών θα πρέπει να χρηματοδοτήσει,
πέραν των προσωπικών του δανείων, ένα μέρος του δημοσίου χρέους
που ισούται με το ετήσιο προσωπικό του εισόδημα. Με άλλα λόγια κάθε
απασχολούμενος θα πρέπει να διαθέσει εισοδήματα τριών ετών για τη
χρηματοδότηση του χρέους.
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ή την Ιαπωνία. Πώς θα
αντιδρούσε, παραδείγματος χάρη, ένας ιδιώτης επενδυτής εάν έπρεπε
να επενδύσει σε μια επιχείρηση της οποίας το χρέος θα αντιστοιχούσε
στον κύκλο εργασιών πέντε ετών, οι ετήσιες ζημίες θα αντιπροσώπευαν
το ένα πέμπτο του κύκλου εργασιών και οι ετήσιες ανάγκες δανεισμού
θα υπερέβαιναν τον τζίρο της; Αυτή είναι η πραγματικότητα στη Γαλ-
λία σήμερα. Εάν η σημερινή τάση δεν αντιστραφεί άμεσα, το γαλλικό
κράτος, όπως και πολλά άλλα, θα αδυνατεί κάποια μέρα (πιο σύντομα
από όσο νομίζουμε) να διατηρήσει την ομαλή λειτουργία των βασικό-
τερων δημοσίων υπηρεσιών, δηλαδή σχολείων, νοσοκομείων, ενόπλων
δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας, ή να καταβάλει συντάξεις. Το ίδιο
θα συμβεί και με πολλούς κοινωνικούς φορείς και φορείς της τοπικής
αυτοδιοίκησης.
Ωστόσο, η χειρότερη έκβαση δεν είναι κάτι το πρωτοφανές: η αθέτη-
ση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων είναι εδώ και καιρό η συνηθέστερη
λύση σε περίπτωση υπερχρέωσης. Μεταξύ 1800 και 2009, σημειώθη-
καν 250 περιπτώσεις αθέτησης υποχρέωσης στον τομέα του εξωτερικού
χρέους και 68 περιπτώσεις στον τομέα του δημοσίου χρέους. Μόνον ο
Καναδάς, η Δανία, η Φινλανδία, η Νορβηγία, η Νότια Κορέα, το Χονγκ
Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Ταϊβάν, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία έχουν
κατορθώσει μέχρι στιγμής να αποφύγουν την αθέτηση των υποχρεώσε-
ών τους, αλλά, και πάλι, ορισμένες από αυτές τις χώρες δεν απείχαν και
πολύ από το σημείο αυτό.
Συνεπώς, η κατάρρευση ολόκληρης της Δύσης είναι ένα βάσιμο σε-
νάριο, το οποίο δεν αναμένουν οι σύγχρονοί μας, ακριβώς όπως δεν
ανέμεναν και την κατάρρευση της Βενετίας, της Γένοβας ή της Μαδρίτης
οι άνθρωποι της εποχής εκείνης. Όπως και στο παρελθόν, το υπερβο-
λικό δημόσιο χρέος μπορεί να προκαλέσει αυτή την κατάρρευση, ενώ
ταυτόχρονα μπορεί να αποτελέσει το μέσο για να αντιληφθούμε τον επι-
κείμενο χαρακτήρα της: με τους περιορισμούς που επιβάλλει, αποτελεί
ένα εργαλείο για να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα.
Κανένας δεν γνωρίζει πότε οι αγορές θα σημάνουν το τέλος της
ανεμελιάς ανεβάζοντας παντού τα επιτόκια. Ούτε εάν η κοινή γνώμη
απαιτήσει από τους κυβερνώντες να αναστείλουν την εξυπηρέτηση του
δημοσίου χρέους προκειμένου να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση των
δημοσίων υπηρεσιών. Κανένας δείκτης δεν επιτρέπει τη διάκριση ενός
καλού από ένα κακό χρέος, ούτε τον καθορισμό του εύλογου επιπέδου
του καλού χρέους, ούτε μπορεί να παίξει ρόλο ρυθμιστή στη θανάσιμη
μονομαχία μεταξύ κράτους και αγορών. Κανένας δεν μπορεί να υποστη-
ρίξει ότι υπάρχει ένα ιδεατό επίπεδο ελλειμμάτων και χρεών. Η Ιστορία
δείχνει μόνο ότι οι αγορές χρηματοδοτούν ανέτως επίπεδα χρεών που
είναι πολύ πιο υψηλά από ό,τι προβλέπουν όλες οι θεωρίες, καθώς και
ότι υπάρχουν κράτη που αντεπεξέρχονται σε ένα χρέος ίσο με το 250%
του ΑΕΠ τους, ενώ, αντίθετα, άλλα αθετούν την εκπλήρωση των υποχρε-
ώσεών τους με ένα δημόσιο χρέος στο 20% του ΑΕΠ τους. Κανένας δεί-
κτης δεν είναι κατάλληλος για να προβλέψουμε το ξέσπασμα μιας κρί-
σης, εκτός, ίσως, από το μερίδιο που καταλαμβάνει η εξυπηρέτηση του
χρέους στον προϋπολογισμό: όταν ανέλθει στο 50% των φορολογικών
εσόδων, η καταστροφή είναι αναπόφευκτη. Γενικά, σε αυτό το επίπεδο
δημοσίου χρέους, η κυβέρνηση αναγκάζεται να παρέμβει μειώνοντας
δραστικά τις δαπάνες, αλλιώς η αγορά θα απαιτήσει τις οφειλές της.
Στην πραγματικότητα, η εκδήλωση μιας κρίσης δημοσίου χρέους
εξαρτάται από πλήθος παραμέτρων: την εμπιστοσύνη των δανειστών, το
συντονισμό των προσδοκιών τους, την πολιτική ικανότητα του κράτους
να τηρεί τις δεσμεύσεις του, τη μεταβολή του ρυθμού ανάπτυξης, την
εξέλιξη των επιτοκίων, των δημογραφικών δεδομένων, του ποσοστού
αποταμίευσης, την ικανότητα των φορολογικών εσόδων τού εν λόγω
κράτους να εξυπηρετούν το χρέος, το πρωτογενές πλεόνασμα (δηλαδή
το δημοσιονομικό αποτέλεσμα πριν από την εξυπηρέτηση του χρέους),
την κατάσταση των περιουσιακών του στοιχείων, την ικανότητά του να
δανείζεται στο δικό του νόμισμα, την ικανότητα της κυβέρνησής του
να επιβάλλει περαιτέρω φορολογία και να εξοικονομεί χρήματα. Στον
τομέα αυτό, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, η οικονομία είναι μια
καθαρά πολιτική επιστήμη. Περισσότερο πολιτική παρά επιστήμη...
Δεν θα πρέπει να δραματοποιούμε την κατάσταση χρησιμοποιώντας
απλοποιημένους δείκτες, ούτε και να εφησυχάζουμε βλέποντας ότι κά-
ποιοι άλλοι βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι
ολόκληρη η Δύση έχει εισέλθει σε μια επικίνδυνη ζώνη, όπου κράτος
και αγορά μετρούν τις δυνάμεις τους, διερωτώμενοι ποιος από τους
δύο θα καταφέρει το πρώτο χτύπημα.
Για να αποφύγουμε μια τέτοια έκβαση, θα πρέπει να ακολουθήσου-
με μια στρατηγική η οποία είναι πολύ φιλόδοξη, σχεδόν αδύνατον να
υλοποιηθεί και που δύσκολα θα περιληφθεί στην ημερήσια διάταξη των
κυριότερων κρατών.
Αρχικά, θα πρέπει να καταλάβουμε και να καταστήσουμε σαφές σε
όλους ότι το χειρότερο μπορεί να συμβεί, ότι ο κόσμος βρίσκεται στο
χείλος του γκρεμού, ότι το δημόσιο χρέος απορρέει από τη δυσκολία να
αυξήσουμε τα έσοδα με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνονται οι δαπάνες. Πιο
συγκεκριμένα, δείχνει πόσο απρόθυμοι είναι οι λαοί να παραδεχτούν
την αναπόφευκτη τάση για μεγαλύτερη συμμετοχή της κοινωνίας στις
υπηρεσίες ασφάλισης και περίθαλψης. Μαρτυρά μια αδυναμία του κρά-
τους και την απουσία κοινωνικής συναίνεσης. Στη συνέχεια θα πρέπει
να αξιολογήσουμε με σαφήνεια τις ευθύνες των μεν και των δε για το
χρέος, ιδιαιτέρως τις ευθύνες του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Θα
ήταν σκανδαλώδες να πρέπει να περικόψουμε τα κοινωνικά προγράμ-
ματα για να χρηματοδοτήσουμε τις απερισκεψίες των τραπεζιτών. Δεν
θα πρέπει να υποκύψουμε στην αυταπάτη της «αποανάπτυξης», που θα
αύξανε το βάρος του χρέους και θα μείωνε την αγοραστική δύναμη των
μελλοντικών γενεών. Θα πρέπει ακόμα να γνωρίζουμε σε βάθος τις συ-
μπεριφορές, τις στρατηγικές και τους προβληματισμούς των πιστωτών.
Το τελευταίο σημείο είναι απαραίτητο, καθώς το κράτος θα μπορέσει να
επιβιώσει μέσω της κατανόησης των αγορών.
Θα πρέπει επίσης να προετοιμαστούμε, ειδικά στη Γαλλία, να κάνου-
με μεγάλη οικονομία, να αυξήσουμε αισθητά τη φορολογία και τις ει-
σφορές κοινωνικής ασφάλισης, ακόμα και να επιτρέψουμε την ύπαρξη
ενός κάποιου πληθωρισμού.
Όσο οδυνηρά και αν είναι αυτά τα μέτρα, είναι αναπόφευκτα – εκτός
και αν σημειωθεί ταχεία επάνοδος σε έντονη ανάπτυξη, γεγονός μάλλον
απίθανο βραχυπρόθεσμα, ή εάν υπάρξει μια τελείως διαφορετική διοι-
κητική οργάνωση της χώρας, κάτι που είναι ακόμα πιο απίθανο.
Για να αποκτήσουμε πραγματικά περιθώρια ελιγμού, θα πρέπει να κα-
ταρτίζουμε τους δημόσιους προϋπολογισμούς κατά τέτοιον τρόπο ώστε
να δημιουργείται επαρκές πλεόνασμα και έτσι να επαναφέρουμε το χρέ-
ος σε ανεκτά επίπεδα, διατηρώντας τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα
του κράτους και επιτρέποντας την τήρηση των υποσχέσεων προς τη ση-
μερινή γενιά για τις συντάξεις της και την αποκατάσταση των περιβαλ-
λοντικών ζημιών. Επιπλέον, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι το δημόσιο
χρέος χρηματοδοτεί μόνο μελλοντικές δαπάνες, δηλαδή επενδύσεις σε
υποδομές, υλικές ή άυλες, που είναι φορείς μιας νέας ανάπτυξης.
Η πραγματική λύση στην κρίση χρέους είναι η ανάπτυξη, η οποία
προϋποθέτει ανταγωνιστικές επενδύσεις, που με τη σειρά τους απαιτούν
δημόσιες υποδομές. Συνεπώς, η εξάλειψη του κακού χρέους προϋπο-
θέτει την ανάπτυξη του καλού χρέους.
Εάν δεν ληφθεί κανένα σοβαρό μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση,
το δημόσιο χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται, με αποτέλεσμα να πρέ-
πει να δημιουργηθεί ένα εθνικό ταμείο απόσβεσης που θα κατανείμει
το βάρος του χρέους σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, παραδείγματος
χάρη σε διάστημα πενήντα ετών. Η εξέλιξη αυτή θα ισοδυναμούσε με
χρεοστάσιο, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που συνεπάγεται, και θα
αποτελούσε μια ακραία λύση.
Οι προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις θα επιβληθούν ούτως ή άλλως
μετά την επόμενη σοβαρή κρίση, την οποία θα μπορούσαν να έχουν
αποτρέψει. Αυτό συνέβη το 1944, όταν τελικά επιτελέσαμε τις απαραί-
τητες μεταρρυθμίσεις και δημιουργήσαμε τα διεθνή χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα τα οποία κάποιοι ονειρεύονταν από το 1920.
Το μέλλον εξαρτάται από την τροπή που θα πάρει η σχετική πολιτι-
κή συζήτηση. Η τελευταία θα πρέπει να θέσει το ζήτημα του δημοσίου
χρέους στην πρώτη θέση των θεμάτων που απασχολούν τους πολίτες,
εντάσσοντάς το στο πραγματικό του πλαίσιο: στη θέση που κατέχει η
έννοια του συνόλου σε κοινωνίες που δίνουν μεγάλη σημασία στην ατο-
μική ελευθερία. Συνεπώς, εναπόκειται στους εκλογείς, ως άμεση προτε-
ραιότητα, να μην αφήσουν το κράτος στα χέρια εκείνων που σκέφτονται
και ενεργούν σαν να μην έπρεπε να λογοδοτήσουν ποτέ για τις πράξεις
τους στις μελλοντικές γενεές.
Από τη δεκαετία του 1980, οι μισθοί μένουν στάσιμοι, οι δημόσιες
ανάγκες αυξάνονται, γεγονός που ωθεί όλα τα κράτη να αυξήσουν ραγ-
δαία την αναλογία των δημοσίων εσόδων και δαπανών ως προς το
εθνικό εισόδημα και να δανειστούν από τους αποταμιευτές ολόκληρου
του κόσμου. Από τα χρεοστάσια στον πληθωρισμό, από τα προγράμ-
ματα λιτότητας στην επανάσταση, τα φτωχότερα κράτη στενάζουν κάτω
από την πίεση των πιστωτών. Από την άλλη πλευρά, τα πλουσιότερα
δημιουργούν νέα χρηματοδοτικά μέσα, απορρυθμίζουν τις αγορές και
προσελκύουν όλους τους δανειστές.
Και έπειτα, έρχονται τα πάνω κάτω: το 2007, ανακαλύπτουμε ότι το μέ-
ρος του κόσμου που εθεωρείτο πλούσιο είναι χρεωμένο προς το μέρος
εκείνο που εθεωρείτο φτωχό. Όπως συνέβαινε συχνά στο παρελθόν, το
σκάσιμο μιας νέας φούσκας περιουσιακών στοιχείων πυροδοτεί μια νέα
τραπεζική κρίση και ύφεση, που γρήγορα μεταφέρονται στους φορολο-
γούμενους. Σε όλες τις δυτικές χώρες, το δημόσιο χρέος λαμβάνει άγνω-
στες μέχρι πρότινος διαστάσεις, εξαιρουμένων των περιόδων πολέμου.
Το 2010, εάν εξαιρέσουμε τη Ζιμπάμπουε, η χώρα με το μεγαλύτερο
καθαρό δημόσιο χρέος είναι η Ιαπωνία, το χρέος της οποίας ανέρχε-
ται στο 204% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος των Ηνωμένων Πολιτειών
ανέρχεται σε 11 τρισεκατομμύρια δολάρια, ήτοι στο 54% του ΑΕΠ και
στο 674% των φορολογικών εσόδων της χώρας, ενώ τα ετήσια δάνειά
τους αντιπροσωπεύουν το 248% των φορολογικών εσόδων. Το 2010, το
Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ πρέπει να αναχρηματοδοτήσει πε-
ρισσότερο από το ήμισυ του χρέους του. Αυτό πραγματοποιείται κατά το
ήμισυ μέσω κεφαλαίων από το εξωτερικό, το 50% των οποίων προέρχε-
ται από την Ιαπωνία και την Κίνα. Όσον αφορά το ευρωπαϊκό δημόσιο
χρέος, αυτό αντιστοιχεί στο 80% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το
δημόσιο χρέος της Μεγάλης Βρετανίας προσεγγίζει το 100% του ΑΕΠ,
ενώ της Ελλάδας το 135% του ΑΕΠ, τα δύο τρίτα του οποίου οφείλονται
στην αλλοδαπή. Στη Γαλλία, το δημόσιο χρέος αντιστοιχεί στο 77% του
ΑΕΠ και στο 535% των φορολογικών εσόδων. Τα δημόσια ετήσια δά-
νεια της χώρας αντιπροσωπεύουν το 137% των φορολογικών εσόδων.
Πολλές χώρες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, που επλήγησαν
από τις αγορές, ετοιμάζονται σιωπηρά να κηρύξουν πτώχευση.
Τελικά, οι τράπεζες της Δύσης δεν μπορούν πλέον να δανείσουν, εφό-
σον προσπαθούν πάση θυσία να μειώσουν το χρέος τους, ενώ τα κράτη
δεν μπορούν να δράσουν, λόγω του ότι αδυνατούν να αυξήσουν το δικό
τους. Η Δύση έγινε φάντασμα του εαυτού της.
Πρόκειται για μια παράξενη κατάσταση, όπου οι πλούσιοι ζουν σε
βάρος των φτωχών, όπου Κινέζοι οι οποίοι κερδίζουν λιγότερο από
1.000 ευρώ μηνιαίως διαθέτουν το ήμισυ του εισοδήματός τους για τη
χρηματοδότηση των μισθών των Αμερικανών δημοσίων υπαλλήλων,
στρατιωτικών ή ερευνητών που κερδίζουν πάνω από το δεκαπλάσιο
του εισοδήματος των πρώτων, όπου το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα
χρηματοδοτεί την κατανάλωση των χωρών του Βορρά με τις αποτα-
μιεύσεις των χωρών του Νότου εισπράττοντας εν τω μεταξύ μεγάλες
προμήθειες, όπου οι γηραιότεροι ζουν από τη δουλειά των νέων, όπου
οι αρχηγοί των φτωχών κρατών δεν επιθυμούν να δουν τους πολίτες
τους να πλουτίζουν γρήγορα, όπου κανείς δεν θέλει να μάθει ποια είναι
πραγματικά τα χρέη των κρατών, όπου η θεωρία καταρρίπτεται εντελώς
και αδυνατεί ακόμα και να προσδιορίσει τις σχετικές έννοιες, πολλώ δε
μάλλον να προβεί σε μια πρακτική εφαρμογή των εννοιών αυτών, όπου
όλοι μεταφέρουν το «λογαριασμό» σε αναρίθμητους αποδιοπομπαίους
τράγους.
Σήμερα, πολλοί από τους ιθύνοντες σκέφτονται να γλιτώσουν και
πάλι με χίλια δυο τεχνάσματα. Πιστεύουν ότι τα βουνά των απαιτήσεων
θα εξαφανιστούν ξαφνικά. Αρνούνται για μία ακόμη φορά να λάβουν
υπόψη τους όσους προειδοποιούν για την άσχημη κατάληξη της όλης
ιστορίας. Ξεχνούν ότι η κακή διαχείριση του χρέους καταστρέφει πάντα
και τους δανειστές και τους οφειλέτες. Δεν θυμούνται ότι, πολύ συχνά,
για τον οφειλέτη που αθετεί την εκπλήρωση της υποχρέωσής του ελλο-
χεύει κίνδυνος πολέμου. Αγνοούν το γεγονός ότι η αγορά, που κολα-
κεύει το κράτος όταν όλα βαίνουν καλώς, δεν διστάζει να του επιτεθεί
όταν η κατάσταση δυσκολεύει.
Και η κατάσταση είναι όντως δύσκολη: με τους σημερινούς ρυθμούς,
το δημόσιο χρέος των κυριότερων χωρών της Δύσης θα ξεπεράσει σύ-
ντομα τον πλούτο που παράγουν οι χώρες αυτές ετησίως, χωρίς να
βρίσκονται σε έντονη ανάπτυξη ή χωρίς να υπάρχει πληθωρισμός, αντί-
θετα με ό,τι συνέβαινε σε κάθε έκρηξη του χρέους. Ακόμα και χωρίς
άνοδο των επιτοκίων, οι τόκοι του δημοσίου χρέους που θα κληθούν να
καταβάλουν τα πλούσια κράτη θα υπερδιπλασιαστούν μεταξύ 2007 και
2014. Ο κάθε πολίτης αυτών των κρατών θα πρέπει να χρηματοδοτήσει,
πέραν των προσωπικών του δανείων, ένα μέρος του δημοσίου χρέους
που ισούται με το ετήσιο προσωπικό του εισόδημα. Με άλλα λόγια κάθε
απασχολούμενος θα πρέπει να διαθέσει εισοδήματα τριών ετών για τη
χρηματοδότηση του χρέους.
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ή την Ιαπωνία. Πώς θα
αντιδρούσε, παραδείγματος χάρη, ένας ιδιώτης επενδυτής εάν έπρεπε
να επενδύσει σε μια επιχείρηση της οποίας το χρέος θα αντιστοιχούσε
στον κύκλο εργασιών πέντε ετών, οι ετήσιες ζημίες θα αντιπροσώπευαν
το ένα πέμπτο του κύκλου εργασιών και οι ετήσιες ανάγκες δανεισμού
θα υπερέβαιναν τον τζίρο της; Αυτή είναι η πραγματικότητα στη Γαλ-
λία σήμερα. Εάν η σημερινή τάση δεν αντιστραφεί άμεσα, το γαλλικό
κράτος, όπως και πολλά άλλα, θα αδυνατεί κάποια μέρα (πιο σύντομα
από όσο νομίζουμε) να διατηρήσει την ομαλή λειτουργία των βασικό-
τερων δημοσίων υπηρεσιών, δηλαδή σχολείων, νοσοκομείων, ενόπλων
δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας, ή να καταβάλει συντάξεις. Το ίδιο
θα συμβεί και με πολλούς κοινωνικούς φορείς και φορείς της τοπικής
αυτοδιοίκησης.
Ωστόσο, η χειρότερη έκβαση δεν είναι κάτι το πρωτοφανές: η αθέτη-
ση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων είναι εδώ και καιρό η συνηθέστερη
λύση σε περίπτωση υπερχρέωσης. Μεταξύ 1800 και 2009, σημειώθη-
καν 250 περιπτώσεις αθέτησης υποχρέωσης στον τομέα του εξωτερικού
χρέους και 68 περιπτώσεις στον τομέα του δημοσίου χρέους. Μόνον ο
Καναδάς, η Δανία, η Φινλανδία, η Νορβηγία, η Νότια Κορέα, το Χονγκ
Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Ταϊβάν, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία έχουν
κατορθώσει μέχρι στιγμής να αποφύγουν την αθέτηση των υποχρεώσε-
ών τους, αλλά, και πάλι, ορισμένες από αυτές τις χώρες δεν απείχαν και
πολύ από το σημείο αυτό.
Συνεπώς, η κατάρρευση ολόκληρης της Δύσης είναι ένα βάσιμο σε-
νάριο, το οποίο δεν αναμένουν οι σύγχρονοί μας, ακριβώς όπως δεν
ανέμεναν και την κατάρρευση της Βενετίας, της Γένοβας ή της Μαδρίτης
οι άνθρωποι της εποχής εκείνης. Όπως και στο παρελθόν, το υπερβο-
λικό δημόσιο χρέος μπορεί να προκαλέσει αυτή την κατάρρευση, ενώ
ταυτόχρονα μπορεί να αποτελέσει το μέσο για να αντιληφθούμε τον επι-
κείμενο χαρακτήρα της: με τους περιορισμούς που επιβάλλει, αποτελεί
ένα εργαλείο για να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα.
Κανένας δεν γνωρίζει πότε οι αγορές θα σημάνουν το τέλος της
ανεμελιάς ανεβάζοντας παντού τα επιτόκια. Ούτε εάν η κοινή γνώμη
απαιτήσει από τους κυβερνώντες να αναστείλουν την εξυπηρέτηση του
δημοσίου χρέους προκειμένου να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση των
δημοσίων υπηρεσιών. Κανένας δείκτης δεν επιτρέπει τη διάκριση ενός
καλού από ένα κακό χρέος, ούτε τον καθορισμό του εύλογου επιπέδου
του καλού χρέους, ούτε μπορεί να παίξει ρόλο ρυθμιστή στη θανάσιμη
μονομαχία μεταξύ κράτους και αγορών. Κανένας δεν μπορεί να υποστη-
ρίξει ότι υπάρχει ένα ιδεατό επίπεδο ελλειμμάτων και χρεών. Η Ιστορία
δείχνει μόνο ότι οι αγορές χρηματοδοτούν ανέτως επίπεδα χρεών που
είναι πολύ πιο υψηλά από ό,τι προβλέπουν όλες οι θεωρίες, καθώς και
ότι υπάρχουν κράτη που αντεπεξέρχονται σε ένα χρέος ίσο με το 250%
του ΑΕΠ τους, ενώ, αντίθετα, άλλα αθετούν την εκπλήρωση των υποχρε-
ώσεών τους με ένα δημόσιο χρέος στο 20% του ΑΕΠ τους. Κανένας δεί-
κτης δεν είναι κατάλληλος για να προβλέψουμε το ξέσπασμα μιας κρί-
σης, εκτός, ίσως, από το μερίδιο που καταλαμβάνει η εξυπηρέτηση του
χρέους στον προϋπολογισμό: όταν ανέλθει στο 50% των φορολογικών
εσόδων, η καταστροφή είναι αναπόφευκτη. Γενικά, σε αυτό το επίπεδο
δημοσίου χρέους, η κυβέρνηση αναγκάζεται να παρέμβει μειώνοντας
δραστικά τις δαπάνες, αλλιώς η αγορά θα απαιτήσει τις οφειλές της.
Στην πραγματικότητα, η εκδήλωση μιας κρίσης δημοσίου χρέους
εξαρτάται από πλήθος παραμέτρων: την εμπιστοσύνη των δανειστών, το
συντονισμό των προσδοκιών τους, την πολιτική ικανότητα του κράτους
να τηρεί τις δεσμεύσεις του, τη μεταβολή του ρυθμού ανάπτυξης, την
εξέλιξη των επιτοκίων, των δημογραφικών δεδομένων, του ποσοστού
αποταμίευσης, την ικανότητα των φορολογικών εσόδων τού εν λόγω
κράτους να εξυπηρετούν το χρέος, το πρωτογενές πλεόνασμα (δηλαδή
το δημοσιονομικό αποτέλεσμα πριν από την εξυπηρέτηση του χρέους),
την κατάσταση των περιουσιακών του στοιχείων, την ικανότητά του να
δανείζεται στο δικό του νόμισμα, την ικανότητα της κυβέρνησής του
να επιβάλλει περαιτέρω φορολογία και να εξοικονομεί χρήματα. Στον
τομέα αυτό, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, η οικονομία είναι μια
καθαρά πολιτική επιστήμη. Περισσότερο πολιτική παρά επιστήμη...
Δεν θα πρέπει να δραματοποιούμε την κατάσταση χρησιμοποιώντας
απλοποιημένους δείκτες, ούτε και να εφησυχάζουμε βλέποντας ότι κά-
ποιοι άλλοι βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι
ολόκληρη η Δύση έχει εισέλθει σε μια επικίνδυνη ζώνη, όπου κράτος
και αγορά μετρούν τις δυνάμεις τους, διερωτώμενοι ποιος από τους
δύο θα καταφέρει το πρώτο χτύπημα.
Για να αποφύγουμε μια τέτοια έκβαση, θα πρέπει να ακολουθήσου-
με μια στρατηγική η οποία είναι πολύ φιλόδοξη, σχεδόν αδύνατον να
υλοποιηθεί και που δύσκολα θα περιληφθεί στην ημερήσια διάταξη των
κυριότερων κρατών.
Αρχικά, θα πρέπει να καταλάβουμε και να καταστήσουμε σαφές σε
όλους ότι το χειρότερο μπορεί να συμβεί, ότι ο κόσμος βρίσκεται στο
χείλος του γκρεμού, ότι το δημόσιο χρέος απορρέει από τη δυσκολία να
αυξήσουμε τα έσοδα με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνονται οι δαπάνες. Πιο
συγκεκριμένα, δείχνει πόσο απρόθυμοι είναι οι λαοί να παραδεχτούν
την αναπόφευκτη τάση για μεγαλύτερη συμμετοχή της κοινωνίας στις
υπηρεσίες ασφάλισης και περίθαλψης. Μαρτυρά μια αδυναμία του κρά-
τους και την απουσία κοινωνικής συναίνεσης. Στη συνέχεια θα πρέπει
να αξιολογήσουμε με σαφήνεια τις ευθύνες των μεν και των δε για το
χρέος, ιδιαιτέρως τις ευθύνες του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Θα
ήταν σκανδαλώδες να πρέπει να περικόψουμε τα κοινωνικά προγράμ-
ματα για να χρηματοδοτήσουμε τις απερισκεψίες των τραπεζιτών. Δεν
θα πρέπει να υποκύψουμε στην αυταπάτη της «αποανάπτυξης», που θα
αύξανε το βάρος του χρέους και θα μείωνε την αγοραστική δύναμη των
μελλοντικών γενεών. Θα πρέπει ακόμα να γνωρίζουμε σε βάθος τις συ-
μπεριφορές, τις στρατηγικές και τους προβληματισμούς των πιστωτών.
Το τελευταίο σημείο είναι απαραίτητο, καθώς το κράτος θα μπορέσει να
επιβιώσει μέσω της κατανόησης των αγορών.
Θα πρέπει επίσης να προετοιμαστούμε, ειδικά στη Γαλλία, να κάνου-
με μεγάλη οικονομία, να αυξήσουμε αισθητά τη φορολογία και τις ει-
σφορές κοινωνικής ασφάλισης, ακόμα και να επιτρέψουμε την ύπαρξη
ενός κάποιου πληθωρισμού.
Όσο οδυνηρά και αν είναι αυτά τα μέτρα, είναι αναπόφευκτα – εκτός
και αν σημειωθεί ταχεία επάνοδος σε έντονη ανάπτυξη, γεγονός μάλλον
απίθανο βραχυπρόθεσμα, ή εάν υπάρξει μια τελείως διαφορετική διοι-
κητική οργάνωση της χώρας, κάτι που είναι ακόμα πιο απίθανο.
Για να αποκτήσουμε πραγματικά περιθώρια ελιγμού, θα πρέπει να κα-
ταρτίζουμε τους δημόσιους προϋπολογισμούς κατά τέτοιον τρόπο ώστε
να δημιουργείται επαρκές πλεόνασμα και έτσι να επαναφέρουμε το χρέ-
ος σε ανεκτά επίπεδα, διατηρώντας τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα
του κράτους και επιτρέποντας την τήρηση των υποσχέσεων προς τη ση-
μερινή γενιά για τις συντάξεις της και την αποκατάσταση των περιβαλ-
λοντικών ζημιών. Επιπλέον, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι το δημόσιο
χρέος χρηματοδοτεί μόνο μελλοντικές δαπάνες, δηλαδή επενδύσεις σε
υποδομές, υλικές ή άυλες, που είναι φορείς μιας νέας ανάπτυξης.
Η πραγματική λύση στην κρίση χρέους είναι η ανάπτυξη, η οποία
προϋποθέτει ανταγωνιστικές επενδύσεις, που με τη σειρά τους απαιτούν
δημόσιες υποδομές. Συνεπώς, η εξάλειψη του κακού χρέους προϋπο-
θέτει την ανάπτυξη του καλού χρέους.
Εάν δεν ληφθεί κανένα σοβαρό μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση,
το δημόσιο χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται, με αποτέλεσμα να πρέ-
πει να δημιουργηθεί ένα εθνικό ταμείο απόσβεσης που θα κατανείμει
το βάρος του χρέους σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, παραδείγματος
χάρη σε διάστημα πενήντα ετών. Η εξέλιξη αυτή θα ισοδυναμούσε με
χρεοστάσιο, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που συνεπάγεται, και θα
αποτελούσε μια ακραία λύση.
Οι προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις θα επιβληθούν ούτως ή άλλως
μετά την επόμενη σοβαρή κρίση, την οποία θα μπορούσαν να έχουν
αποτρέψει. Αυτό συνέβη το 1944, όταν τελικά επιτελέσαμε τις απαραί-
τητες μεταρρυθμίσεις και δημιουργήσαμε τα διεθνή χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα τα οποία κάποιοι ονειρεύονταν από το 1920.
Το μέλλον εξαρτάται από την τροπή που θα πάρει η σχετική πολιτι-
κή συζήτηση. Η τελευταία θα πρέπει να θέσει το ζήτημα του δημοσίου
χρέους στην πρώτη θέση των θεμάτων που απασχολούν τους πολίτες,
εντάσσοντάς το στο πραγματικό του πλαίσιο: στη θέση που κατέχει η
έννοια του συνόλου σε κοινωνίες που δίνουν μεγάλη σημασία στην ατο-
μική ελευθερία. Συνεπώς, εναπόκειται στους εκλογείς, ως άμεση προτε-
ραιότητα, να μην αφήσουν το κράτος στα χέρια εκείνων που σκέφτονται
και ενεργούν σαν να μην έπρεπε να λογοδοτήσουν ποτέ για τις πράξεις
τους στις μελλοντικές γενεές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο Διαχειριστής δεν υποχρεούται σε απαντήσεις επί των σχολίων. Οι απαντήσεις σε ερωτήματα δίδονται έναντι αμοιβής, όπως αναφέρεται σχετικά στο πάνω μέρος του ιστολογίου στο κουτάκι με το τίτλο ΡΩΤΗΣΤΕ ΜΑΣ.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.