The Economist
Σε ολόκληρο τον κόσμο συγκεντρώνονται δυνάμεις. Από τη μία βλέπουμε τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους της Καλιφόρνια, τους Βρετανούς αστυνομικούς, τους Γάλλους σιδηροδρομικούς, τους Έλληνες δημοσίους υπαλλήλους, και, σχεδόν παντού, τους δασκάλους. Από την άλλη, βλέπουμε τις κυβερνήσεις του πλούσιου κόσμου με τα τεράστια προβλήματα ρευστότητας. Ακόμη και η απλή αναφορά σε περικοπές, έβγαλε τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα στους δρόμους σε όλη την Ευρώπη. Όταν υλοποιηθούν τα εν λόγω σχέδια, ας αναμένουμε πολύ χειρότερα.
Οι «εργασιακές σχέσεις» επανέρχονται στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής — όχι με τη μορφή μιας παλιομοδίτικης σύγκρουσης κεφαλαίου-εργασίας, σαν αυτή που είδαμε να μαίνεται με τόση βία κατά τη θατσερική δεκαετία του 1980, αλλά με τη μορφή μιας σύγκρουσης ανάμεσα στους φορολογούμενους και αυτούς που ο Γουίλιαμ Κόμπετ, ένας από τους επιφανέστερους Βρετανούς φιλελεύθερους, αποκαλούσε «φοροφάγους». Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα μόλις αρχίζουν να καταλαβαίνουν τι φαγοπότι έριχναν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις του δημόσιου τομέα σε βάρος όλων των υπόλοιπων. Σε πολλές πλούσιες χώρες, ο μέσος μισθός του δημόσιου τομέα είναι υψηλότερος, οι συντάξεις κατά πολύ καλύτερες και οι θέσεις απασχόλησης μακράν ασφαλέστερες. Παρόλο που σε ατομικό επίπεδο πολλοί εργαζόμενοι στο δημόσιο κάνουν εξαιρετική δουλειά, οι συνδικαλιστικές τους οργανώσεις μπλοκάρουν κάθε μεταρρύθμιση. Τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, το να ανταμείψεις έναν εξαιρετικό δάσκαλο είναι σχεδόν εξίσου δύσκολο με το να απολύσεις έναν άχρηστο.
Μολονότι εδώ και 30 χρόνια ο συνδικαλισμός στον ιδιωτικό τομέα έχει συρρικνωθεί (από 44% σε 15% του εργατικού δυναμικού στη Βρετανία και από 33% σε 15% στις ΗΠΑ), εξακολουθεί να ανθεί στον δημόσιο τομέα. Στη Βρετανία, οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι ξεπερνούν το 50%. Στις ΗΠΑ το ποσοστό αυτό έχει φτάσει στο 36% (έναντι μόλις 11% το 1960). Σε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι ανήκουν σε συνδικάτα τα οποία, ωστόσο, καλύπτουν και μέρος του ιδιωτικού τομέα. Η ισχύς, δε, των συνδικαλιστικών οργανώσεων στον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών δεν επαυξάνεται μόνο από τη δυνατότητα των απεργών να διακόπτουν τη λειτουργία μονοπωλίων που οι πάντες έχουν ανάγκη, χωρίς να κινδυνεύει με πτώχευση ο εργοδότης τους, αλλά και από την πολιτική επιρροή που ασκούν πάνω στην εργοδοσία.
Τα περισσότερα κεντροαριστερά κόμματα της Δύσης στηρίζονται από τα συνδικάτα. Το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας εξασφαλίζει το 80% της χρηματοδότησής του από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις του δημόσιου τομέα (οι οποίες, ουσιαστικά, επιλέγουν τον νέο ηγέτη του). Ο βραδύτατος ρυθμός των κρατικών μεταρρυθμίσεων στην Ισπανία εξηγείται, εν μέρει, από τη συνδικαλιστική ιδιότητα του πρωθυπουργού της χώρας. Στις ΗΠΑ, μόνο στους δάσκαλους αναλογούσε το ένα δέκατο των αντιπροσώπων στο συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος του 2008. Επίσης, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δείχνουν μεγαλύτερη διορατικότητα: σήμερα, οι υπερασπιστές των κεκτημένων δικαιωμάτων δεν είναι ρωμαλέοι ανθρακωρύχοι που πετάνε τσιτάτα του Τρότσκι, αλλά ευγενικές κυρίες της μεσαίας τάξης οι οποίες συχνά κρύβονται πίσω από ομάδες με επωνυμίες που παραπέμπουν σε κάτι χρήσιμο, όπως η Εθνική Ένωση για την Εκπαίδευση (Αμερικανοί δάσκαλοι), ή ο Βρετανικός Ιατρικός Σύλλογος.
Ώρα για μάχη
Οι πολιτικοί έχουν επανειλημμένα ενδώσει, συνήθως στη ζούλα – φουσκώνοντας συντάξεις, προσθέτοντας ακόμη περισσότερες αργίες ή εγκαταλείποντας μεταρρυθμίσεις, παρά αυξάνοντας τις αποδοχές. Τώρα πρέπει να δώσουν μάχη, επειδή λεφτά δεν υπάρχουν. Είναι, όμως, ζωτικής σημασίας ο πόλεμος με τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα να κερδηθεί με τον σωστό τρόπο. Επειδή πίσω από όλη αυτήν την αναταραχή κρύβεται μια τεράστια ευκαιρία – να επανασχεδιαστεί το κράτος. Αυτό σημαίνει επικέντρωση της προσοχής στην παραγωγικότητα και τη βελτίωση των υπηρεσιών, όχι μόνο στην περικοπή του κόστους. (Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί, μάλιστα, να συνεπάγεται αύξηση στις αποδοχές των καλών εργαζομένων – ένας από τους λόγους για τους οποίους η Σιγκαπούρη διαθέτει ομολογουμένως τις καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες παγκοσμίως είναι το ότι ανταμείβει κάποιους υπαλλήλους με πάνω από 2 εκατομμύρια δολάρια ετησίως).
Σε πρώτη φάση η μάχη θα δοθεί για τις παροχές, όχι τις αμοιβές. Το ζήτημα είναι η ισότητα. Οι αργίες είναι συχνά παράλογα γενναιόδωρες, αλλά το πραγματικό πρόβλημα αφορά τις συντάξεις. Πάρα πολλοί εργαζόμενοι στο δημόσιο μπορούν να συνταξιοδοτούνται γύρω στα 55 τους, εισπράττοντας σύνταξη που πλησιάζει το σύνολο του μισθού τους. Οι ακάλυπτες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις των αμερικανικών πολιτειών πλησιάζουν τα πέντε τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι υποχρεώσεις που έχουν ήδη δημιουργηθεί πρέπει να καλυφθούν (και να λογιστικοποιηθούν όπως πρέπει, αντί να κρύβονται σε λογαριασμούς εκτός του κρατικού προϋπολογισμού). Δεν υπάρχει, όμως, δικαιολογία για τη διατήρησή τους. Το ελάχιστο όριο συνταξιοδότησης για ανθρώπους που περνούν τη ζωή τους σε αίθουσες διδασκαλίας και γραφεία πρέπει να είναι τα 65 έτη – οι δε νέοι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει πλέον να εντάσσονται σε συνταξιοδοτικά προγράμματα καθορισμένων εισφορών.
Ένα ακόμη πεδίο μάχης θα αποτελέσουν τα νομικά προνόμια των συνδικάτων. Δεν έχει περάσει καιρός από την εποχή που οι πολιτικοί όλων των αποχρώσεων ένιωθαν άβολα με την ιδέα της συμμετοχής δημοσίων υπαλλήλων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις. (Ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ εναντιωνόταν υποστηρίζοντας ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν «ειδικές σχέσεις» με, και «ειδικές υποχρεώσεις» προς, το κράτος και τους άλλους πολίτες.) Θα ήταν μεγάλο λάθος να καταργηθούν μονομιάς οι συνδικαλιστικές οργανώσεις του δημόσιου τομέα, σε μια στιγμή κατά την οποία οι κυβερνήσεις προσπαθούν να φέρουν τις δημόσιες υπηρεσίες πλησιέστερα στα πρότυπα των ιδιωτικών. Πρέπει, ωστόσο, να περιοριστεί το δικαίωμά τους στην απεργία, ενώ θα πρέπει να τροποποιηθούν οι κανόνες που διέπουν τις δωρεές προς τα πολιτικά κόμματα, ακόμη και αυτόν καθαυτόν τον συνδικαλισμό, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν τη διακριτική ευχέρεια της συμμετοχής στο σωματείο.
Η επιτακτική ανάγκη για παραγωγικότητα.
Δεν πρέπει να αφήσουμε να εκφυλιστεί η προσπάθεια για αναμόρφωση του δημόσιου τομέα σε δαιμονοποίησή του. Η υγεία του είναι ζωτικής σημασίας προϋπόθεση για την υγεία του κοινωνικού συνόλου, αν μη τι άλλο εξαιτίας των επιπτώσεών της στην οικονομική μεγέθυνση. Αν οι δάσκαλοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, οι εργοδότες δεν θα έχουν από πού να αντλήσουν ταλέντα. Όταν ένας μηχανοδηγός του μετρό μπορεί να συνταξιοδοτείται στα 50 με μια τεχνητά διογκωμένη σύνταξη μένουν λιγότερα για δαπάνες σε υποδομές: δείτε τους αυτοκινητόδρομους και τους σιδηρόδρομους των ΗΠΑ. Παρόλο που πολλές δημόσιες υπηρεσίες είναι μονοπώλια, το ιδιωτικό κεφάλαιο χαρακτηρίζεται από κινητικότητα: πηγαίνει εκεί όπου το κράτος λειτουργεί. Καθώς οι γηράσκοντες πληθυσμοί χρειάζονται όλο και περισσότερη κρατική βοήθεια, η Αριστερά θα πρέπει να νοιάζεται εξίσου με τη Δεξιά για την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα (ίσως και περισσότερο, μιας και θεωρεί ότι το κράτος αποτελεί μέσο διόρθωσης των προβλημάτων της κοινωνίας).
Εδώ και 25 χρόνια, η παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα στη Δύση έχει εκτιναχθεί στα ύψη, ακόμη και σε παλιούς κλάδους όπως η χαλυβουργία και η αυτοκινητοβιομηχανία. Οι εταιρείες το κατάφεραν αυτό επειδή έχουν ελευθερία διαχείρισης – ελευθερία να πειραματίζονται, να επεκτείνουν επιτυχημένες καινοτομίες, να διακόπτουν αποτυχημένες, να προάγουν ταλαντούχα άτομα. Σε όλο τον δημόσιο τομέα τα συνδικάτα έχουν ταχθεί ενάντια σε αυτό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την παιδεία. Η αναδιάρθρωση του κράτους μπορεί να είναι δυσκολότερη από την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, αλλά ακόμη και μια μικρή αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να αποφέρει τεράστια εξοικονόμηση.
Η επικείμενη μάχη θα πρέπει να δοθεί για την παροχή καλύτερων υπηρεσιών, όχι για την περικοπή των πόρων. Η επικέντρωση της προσοχής στην παραγωγικότητα θα πρέπει να βοηθήσει τους πολιτικούς να αναπροσδιορίσουν τη δημόσια συζήτηση. Η επικείμενη συνταξιοδότηση των μελών της γενιάς του baby-boom αποτελεί μια ευκαιρία για πρόσληψη μιας νέας γενιάς εργαζομένων με διαφορετικές συμβάσεις. Οι πολιτικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με μια επιλογή: να προχωρήσουν μπροστά, με μεταρρυθμίσεις και δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε βάθος χρόνου – ή να ενδώσουν ξανά, με περικοπές υπηρεσιών και αύξηση φόρων.
© The Economist Newspaper Limited, London (06/01/2011)
Πηγή: http://www.economia.gr/
Σε ολόκληρο τον κόσμο συγκεντρώνονται δυνάμεις. Από τη μία βλέπουμε τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους της Καλιφόρνια, τους Βρετανούς αστυνομικούς, τους Γάλλους σιδηροδρομικούς, τους Έλληνες δημοσίους υπαλλήλους, και, σχεδόν παντού, τους δασκάλους. Από την άλλη, βλέπουμε τις κυβερνήσεις του πλούσιου κόσμου με τα τεράστια προβλήματα ρευστότητας. Ακόμη και η απλή αναφορά σε περικοπές, έβγαλε τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα στους δρόμους σε όλη την Ευρώπη. Όταν υλοποιηθούν τα εν λόγω σχέδια, ας αναμένουμε πολύ χειρότερα.
Οι «εργασιακές σχέσεις» επανέρχονται στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής — όχι με τη μορφή μιας παλιομοδίτικης σύγκρουσης κεφαλαίου-εργασίας, σαν αυτή που είδαμε να μαίνεται με τόση βία κατά τη θατσερική δεκαετία του 1980, αλλά με τη μορφή μιας σύγκρουσης ανάμεσα στους φορολογούμενους και αυτούς που ο Γουίλιαμ Κόμπετ, ένας από τους επιφανέστερους Βρετανούς φιλελεύθερους, αποκαλούσε «φοροφάγους». Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα μόλις αρχίζουν να καταλαβαίνουν τι φαγοπότι έριχναν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις του δημόσιου τομέα σε βάρος όλων των υπόλοιπων. Σε πολλές πλούσιες χώρες, ο μέσος μισθός του δημόσιου τομέα είναι υψηλότερος, οι συντάξεις κατά πολύ καλύτερες και οι θέσεις απασχόλησης μακράν ασφαλέστερες. Παρόλο που σε ατομικό επίπεδο πολλοί εργαζόμενοι στο δημόσιο κάνουν εξαιρετική δουλειά, οι συνδικαλιστικές τους οργανώσεις μπλοκάρουν κάθε μεταρρύθμιση. Τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, το να ανταμείψεις έναν εξαιρετικό δάσκαλο είναι σχεδόν εξίσου δύσκολο με το να απολύσεις έναν άχρηστο.
Μολονότι εδώ και 30 χρόνια ο συνδικαλισμός στον ιδιωτικό τομέα έχει συρρικνωθεί (από 44% σε 15% του εργατικού δυναμικού στη Βρετανία και από 33% σε 15% στις ΗΠΑ), εξακολουθεί να ανθεί στον δημόσιο τομέα. Στη Βρετανία, οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι ξεπερνούν το 50%. Στις ΗΠΑ το ποσοστό αυτό έχει φτάσει στο 36% (έναντι μόλις 11% το 1960). Σε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι ανήκουν σε συνδικάτα τα οποία, ωστόσο, καλύπτουν και μέρος του ιδιωτικού τομέα. Η ισχύς, δε, των συνδικαλιστικών οργανώσεων στον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών δεν επαυξάνεται μόνο από τη δυνατότητα των απεργών να διακόπτουν τη λειτουργία μονοπωλίων που οι πάντες έχουν ανάγκη, χωρίς να κινδυνεύει με πτώχευση ο εργοδότης τους, αλλά και από την πολιτική επιρροή που ασκούν πάνω στην εργοδοσία.
Τα περισσότερα κεντροαριστερά κόμματα της Δύσης στηρίζονται από τα συνδικάτα. Το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας εξασφαλίζει το 80% της χρηματοδότησής του από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις του δημόσιου τομέα (οι οποίες, ουσιαστικά, επιλέγουν τον νέο ηγέτη του). Ο βραδύτατος ρυθμός των κρατικών μεταρρυθμίσεων στην Ισπανία εξηγείται, εν μέρει, από τη συνδικαλιστική ιδιότητα του πρωθυπουργού της χώρας. Στις ΗΠΑ, μόνο στους δάσκαλους αναλογούσε το ένα δέκατο των αντιπροσώπων στο συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος του 2008. Επίσης, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δείχνουν μεγαλύτερη διορατικότητα: σήμερα, οι υπερασπιστές των κεκτημένων δικαιωμάτων δεν είναι ρωμαλέοι ανθρακωρύχοι που πετάνε τσιτάτα του Τρότσκι, αλλά ευγενικές κυρίες της μεσαίας τάξης οι οποίες συχνά κρύβονται πίσω από ομάδες με επωνυμίες που παραπέμπουν σε κάτι χρήσιμο, όπως η Εθνική Ένωση για την Εκπαίδευση (Αμερικανοί δάσκαλοι), ή ο Βρετανικός Ιατρικός Σύλλογος.
Ώρα για μάχη
Οι πολιτικοί έχουν επανειλημμένα ενδώσει, συνήθως στη ζούλα – φουσκώνοντας συντάξεις, προσθέτοντας ακόμη περισσότερες αργίες ή εγκαταλείποντας μεταρρυθμίσεις, παρά αυξάνοντας τις αποδοχές. Τώρα πρέπει να δώσουν μάχη, επειδή λεφτά δεν υπάρχουν. Είναι, όμως, ζωτικής σημασίας ο πόλεμος με τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα να κερδηθεί με τον σωστό τρόπο. Επειδή πίσω από όλη αυτήν την αναταραχή κρύβεται μια τεράστια ευκαιρία – να επανασχεδιαστεί το κράτος. Αυτό σημαίνει επικέντρωση της προσοχής στην παραγωγικότητα και τη βελτίωση των υπηρεσιών, όχι μόνο στην περικοπή του κόστους. (Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί, μάλιστα, να συνεπάγεται αύξηση στις αποδοχές των καλών εργαζομένων – ένας από τους λόγους για τους οποίους η Σιγκαπούρη διαθέτει ομολογουμένως τις καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες παγκοσμίως είναι το ότι ανταμείβει κάποιους υπαλλήλους με πάνω από 2 εκατομμύρια δολάρια ετησίως).
Σε πρώτη φάση η μάχη θα δοθεί για τις παροχές, όχι τις αμοιβές. Το ζήτημα είναι η ισότητα. Οι αργίες είναι συχνά παράλογα γενναιόδωρες, αλλά το πραγματικό πρόβλημα αφορά τις συντάξεις. Πάρα πολλοί εργαζόμενοι στο δημόσιο μπορούν να συνταξιοδοτούνται γύρω στα 55 τους, εισπράττοντας σύνταξη που πλησιάζει το σύνολο του μισθού τους. Οι ακάλυπτες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις των αμερικανικών πολιτειών πλησιάζουν τα πέντε τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι υποχρεώσεις που έχουν ήδη δημιουργηθεί πρέπει να καλυφθούν (και να λογιστικοποιηθούν όπως πρέπει, αντί να κρύβονται σε λογαριασμούς εκτός του κρατικού προϋπολογισμού). Δεν υπάρχει, όμως, δικαιολογία για τη διατήρησή τους. Το ελάχιστο όριο συνταξιοδότησης για ανθρώπους που περνούν τη ζωή τους σε αίθουσες διδασκαλίας και γραφεία πρέπει να είναι τα 65 έτη – οι δε νέοι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει πλέον να εντάσσονται σε συνταξιοδοτικά προγράμματα καθορισμένων εισφορών.
Ένα ακόμη πεδίο μάχης θα αποτελέσουν τα νομικά προνόμια των συνδικάτων. Δεν έχει περάσει καιρός από την εποχή που οι πολιτικοί όλων των αποχρώσεων ένιωθαν άβολα με την ιδέα της συμμετοχής δημοσίων υπαλλήλων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις. (Ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ εναντιωνόταν υποστηρίζοντας ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν «ειδικές σχέσεις» με, και «ειδικές υποχρεώσεις» προς, το κράτος και τους άλλους πολίτες.) Θα ήταν μεγάλο λάθος να καταργηθούν μονομιάς οι συνδικαλιστικές οργανώσεις του δημόσιου τομέα, σε μια στιγμή κατά την οποία οι κυβερνήσεις προσπαθούν να φέρουν τις δημόσιες υπηρεσίες πλησιέστερα στα πρότυπα των ιδιωτικών. Πρέπει, ωστόσο, να περιοριστεί το δικαίωμά τους στην απεργία, ενώ θα πρέπει να τροποποιηθούν οι κανόνες που διέπουν τις δωρεές προς τα πολιτικά κόμματα, ακόμη και αυτόν καθαυτόν τον συνδικαλισμό, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν τη διακριτική ευχέρεια της συμμετοχής στο σωματείο.
Η επιτακτική ανάγκη για παραγωγικότητα.
Δεν πρέπει να αφήσουμε να εκφυλιστεί η προσπάθεια για αναμόρφωση του δημόσιου τομέα σε δαιμονοποίησή του. Η υγεία του είναι ζωτικής σημασίας προϋπόθεση για την υγεία του κοινωνικού συνόλου, αν μη τι άλλο εξαιτίας των επιπτώσεών της στην οικονομική μεγέθυνση. Αν οι δάσκαλοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, οι εργοδότες δεν θα έχουν από πού να αντλήσουν ταλέντα. Όταν ένας μηχανοδηγός του μετρό μπορεί να συνταξιοδοτείται στα 50 με μια τεχνητά διογκωμένη σύνταξη μένουν λιγότερα για δαπάνες σε υποδομές: δείτε τους αυτοκινητόδρομους και τους σιδηρόδρομους των ΗΠΑ. Παρόλο που πολλές δημόσιες υπηρεσίες είναι μονοπώλια, το ιδιωτικό κεφάλαιο χαρακτηρίζεται από κινητικότητα: πηγαίνει εκεί όπου το κράτος λειτουργεί. Καθώς οι γηράσκοντες πληθυσμοί χρειάζονται όλο και περισσότερη κρατική βοήθεια, η Αριστερά θα πρέπει να νοιάζεται εξίσου με τη Δεξιά για την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα (ίσως και περισσότερο, μιας και θεωρεί ότι το κράτος αποτελεί μέσο διόρθωσης των προβλημάτων της κοινωνίας).
Εδώ και 25 χρόνια, η παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα στη Δύση έχει εκτιναχθεί στα ύψη, ακόμη και σε παλιούς κλάδους όπως η χαλυβουργία και η αυτοκινητοβιομηχανία. Οι εταιρείες το κατάφεραν αυτό επειδή έχουν ελευθερία διαχείρισης – ελευθερία να πειραματίζονται, να επεκτείνουν επιτυχημένες καινοτομίες, να διακόπτουν αποτυχημένες, να προάγουν ταλαντούχα άτομα. Σε όλο τον δημόσιο τομέα τα συνδικάτα έχουν ταχθεί ενάντια σε αυτό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την παιδεία. Η αναδιάρθρωση του κράτους μπορεί να είναι δυσκολότερη από την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, αλλά ακόμη και μια μικρή αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να αποφέρει τεράστια εξοικονόμηση.
Η επικείμενη μάχη θα πρέπει να δοθεί για την παροχή καλύτερων υπηρεσιών, όχι για την περικοπή των πόρων. Η επικέντρωση της προσοχής στην παραγωγικότητα θα πρέπει να βοηθήσει τους πολιτικούς να αναπροσδιορίσουν τη δημόσια συζήτηση. Η επικείμενη συνταξιοδότηση των μελών της γενιάς του baby-boom αποτελεί μια ευκαιρία για πρόσληψη μιας νέας γενιάς εργαζομένων με διαφορετικές συμβάσεις. Οι πολιτικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με μια επιλογή: να προχωρήσουν μπροστά, με μεταρρυθμίσεις και δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε βάθος χρόνου – ή να ενδώσουν ξανά, με περικοπές υπηρεσιών και αύξηση φόρων.
© The Economist Newspaper Limited, London (06/01/2011)
Πηγή: http://www.economia.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο Διαχειριστής δεν υποχρεούται σε απαντήσεις επί των σχολίων. Οι απαντήσεις σε ερωτήματα δίδονται έναντι αμοιβής, όπως αναφέρεται σχετικά στο πάνω μέρος του ιστολογίου στο κουτάκι με το τίτλο ΡΩΤΗΣΤΕ ΜΑΣ.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.