Κατά τη διάρκεια των προηγουμένων μηνών, με κυβερνητική πρωτοβουλία ψηφίσθηκαν από τη Βουλή δύο νόμοι, οι οποίοι κατά την εφαρμογή τους αλλάζουν το πλαίσιο απονομής δικαιοσύνης στις φορολογικές διαφορές.
Ο πρώτος Ν. 3900/2010 μεταβάλλει δραστικά την μέχρι σήμερα διοικητική δικονομία, καθώς και την αναιρετική διαδικασία των φορολογικών διαφορών. Στις ρυθμίσεις του περιλαμβάνεται η κατάργηση των εφέσεων στις σοβαρές φορολογικές διαφορές και ο περιορισμός της αυτεπάγγελτης εξέτασης του παράνομου χαρακτήρα των διοικητικών πράξεων από το δικαστήριο. Ακόμη, προβλέπεται ο δραστικός περιορισμός των αναστολών, η αύξηση του κόστους προσφυγής στο δικαστήριο και η θέσπιση της υποχρέωσης καταβολής ποσοστού 50% του ποσού της ένδικης φορολογικής διαφοράς για την παραδεκτή συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο.
Με τον νόμο αυτό επίσης, ο φορολογούμενος αποστερείται του δικαιώματος άσκησης αναίρεσης για νομικό ζήτημα που έχει ήδη κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Έτσι, παγιώνεται η υφιστάμενη νομολογία στις μέχρι χθες υπάρχουσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Κάθε προϋφιστάμενη αναιρετική απόφαση παύει κατ΄ουσία να ισχύει αποκλειστικά για τους διάδικους που έχουν συμμετάσχει στην αναιρετική δίκη και μετατρέπεται άτυπα σε ακλόνητη δικαιϊκή πηγή. Κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου, σκοπός των ρυθμίσεων είναι η επιτάχυνση του ρυθμού απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης και κατά συνέπεια ο περιορισμός της φοροδιαφυγής.
Ο δεύτερος Ν. 3943/2011, που μόλις δημοσιεύθηκε στο Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, κάνει πιο αυστηρές τις ποινικές φορολογικές διατάξεις. Αυξάνονται οι προβλεπόμενες ποινές και τα φορολογικά εγκλήματα αποκτούν έναν ιδιότυπο διαρκή χαρακτήρα, ο οποίος επιτρέπει την άσκηση ποινικής δίωξης για μακρό χρονικό διάστημα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί με την ολοκλήρωση του φορολογικού ελέγχου, πριν καν γραφεί η έκθεση ελέγχου και εκδοθούν οι καταλογιστικές πράξεις, ώστε να λάβει γνώση ο φορολογούμενος για τις παραβάσεις που του καταλογίζονται. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η άσκηση προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια δεν συνιστά λόγο αναβολής της ποινικής δίωξης, με κίνδυνο να καταδικαστεί ποινικά ο φορολογούμενος χωρίς προηγούμενη εκδίκαση της προσφυγής του. Ενώ, σε άλλες η καταβολή του ποσού πλέον των προσαυξήσεων δεν συνιστά λόγο άρσης του αξιοποίνου, με αποτέλεσμα παρά την πληρωμή, να συνεχίζεται η ποινική δίωξη του φορολογουμένου. Και πάλι, κατά την αιτιολογική έκθεση του δεύτερου νόμου, σκοπός των ρυθμίσεων είναι ο περιορισμός της φοροδιαφυγής.
Με τους δύο αυτούς νόμους προτάχθηκε η ανάγκη περιορισμού της φοροδιαφυγής. Με υπαρκτό το φάσμα κατάρρευσης των δημοσίων εσόδων, κρίθηκε από τον νομοθέτη ότι ο περιορισμός της φοροδιαφυγής συνιστά επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, που προστατεύεται από το άρθρο 106 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στην ανάγκη προστασίας της εθνικής οικονομίας.
Σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου, είναι δεσπόζουσα η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και κάθε εξουσία πηγάζει και νομιμοποιείται από τον λαό και ασκείται μόνο προς χάρη αυτού. Έναντι, λοιπόν, ποιών δικαιωμάτων των πολιτών και μέχρι ποιού σημείου είναι δυνατή η επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος;
Η δημοκρατία στηρίζεται στην ενότητα, στοχεύει στο συλλογικό καλό και έτσι λειτουργεί με βάση την αναλογία. Ο περιορισμός των δικονομικών δικαιωμάτων και η αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου είναι συνταγματικά ανεκτοί μόνο όταν δεν παραβιάζουν τον πυρήνα θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, όπως η παροχή εννόμου προστασίας και η μη επιβολή ποινής χωρίς διάταξη νόμου. Είναι ανεκτοί, μόνο όταν συνιστούν το ανάλογο πρόσφορο μέσο για την επιδίωξη του σκοπού.
Πώς λοιπόν θα μπορούσαν οι ρυθμίσεις των δύο τελευταίων νόμων να συνιστούν πρόσφορα μέσα, όταν η κυβέρνηση και η βουλή δεν έχουν λάβει μέχρι σήμερα κανένα ουσιαστικό μέτρο, ικανό να αναδιατάξει τις φορολογικές αρχές οι οποίες είναι από το Σύνταγμα αρμόδιες για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής;
Όταν η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι οι φορολογικές υπηρεσίες έχουν αποδιοργανωθεί και δεν υπηρετούν τον θεσμικό τους ρόλο, πώς νομιμοποιείται δημοκρατικά ο περιορισμός συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών χωρίς προηγουμένως να καταβληθούν οι αναγκαίες προσπάθειες για την οργάνωση των φορολογικών Αρχών και την βεβαίωση και είσπραξη των φόρων;
Ο εκφοβισμός των πολιτών και η στέρηση των δικαιωμάτων τους, συνιστά έλλειμμα δημοκρατίας και όχι πρόσφορο μέτρο για την εξυπηρέτηση κανενός σκοπού σε ένα σύγχρονο κράτος. Ιδίως, όταν προηγουμένως δεν έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα, ώστε οι αρμόδιες αρχές να ασκούν αποτελεσματικά το έργο τους και στην συγκεκριμένη περίπτωση να μεριμνούν για την ομαλή εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού.
Ασπασία Κων. Μάλλιου
ΠΗΓΗ: ΔΕΛΤΙΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
Ο πρώτος Ν. 3900/2010 μεταβάλλει δραστικά την μέχρι σήμερα διοικητική δικονομία, καθώς και την αναιρετική διαδικασία των φορολογικών διαφορών. Στις ρυθμίσεις του περιλαμβάνεται η κατάργηση των εφέσεων στις σοβαρές φορολογικές διαφορές και ο περιορισμός της αυτεπάγγελτης εξέτασης του παράνομου χαρακτήρα των διοικητικών πράξεων από το δικαστήριο. Ακόμη, προβλέπεται ο δραστικός περιορισμός των αναστολών, η αύξηση του κόστους προσφυγής στο δικαστήριο και η θέσπιση της υποχρέωσης καταβολής ποσοστού 50% του ποσού της ένδικης φορολογικής διαφοράς για την παραδεκτή συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο.
Με τον νόμο αυτό επίσης, ο φορολογούμενος αποστερείται του δικαιώματος άσκησης αναίρεσης για νομικό ζήτημα που έχει ήδη κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Έτσι, παγιώνεται η υφιστάμενη νομολογία στις μέχρι χθες υπάρχουσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Κάθε προϋφιστάμενη αναιρετική απόφαση παύει κατ΄ουσία να ισχύει αποκλειστικά για τους διάδικους που έχουν συμμετάσχει στην αναιρετική δίκη και μετατρέπεται άτυπα σε ακλόνητη δικαιϊκή πηγή. Κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου, σκοπός των ρυθμίσεων είναι η επιτάχυνση του ρυθμού απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης και κατά συνέπεια ο περιορισμός της φοροδιαφυγής.
Ο δεύτερος Ν. 3943/2011, που μόλις δημοσιεύθηκε στο Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, κάνει πιο αυστηρές τις ποινικές φορολογικές διατάξεις. Αυξάνονται οι προβλεπόμενες ποινές και τα φορολογικά εγκλήματα αποκτούν έναν ιδιότυπο διαρκή χαρακτήρα, ο οποίος επιτρέπει την άσκηση ποινικής δίωξης για μακρό χρονικό διάστημα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί με την ολοκλήρωση του φορολογικού ελέγχου, πριν καν γραφεί η έκθεση ελέγχου και εκδοθούν οι καταλογιστικές πράξεις, ώστε να λάβει γνώση ο φορολογούμενος για τις παραβάσεις που του καταλογίζονται. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η άσκηση προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια δεν συνιστά λόγο αναβολής της ποινικής δίωξης, με κίνδυνο να καταδικαστεί ποινικά ο φορολογούμενος χωρίς προηγούμενη εκδίκαση της προσφυγής του. Ενώ, σε άλλες η καταβολή του ποσού πλέον των προσαυξήσεων δεν συνιστά λόγο άρσης του αξιοποίνου, με αποτέλεσμα παρά την πληρωμή, να συνεχίζεται η ποινική δίωξη του φορολογουμένου. Και πάλι, κατά την αιτιολογική έκθεση του δεύτερου νόμου, σκοπός των ρυθμίσεων είναι ο περιορισμός της φοροδιαφυγής.
Με τους δύο αυτούς νόμους προτάχθηκε η ανάγκη περιορισμού της φοροδιαφυγής. Με υπαρκτό το φάσμα κατάρρευσης των δημοσίων εσόδων, κρίθηκε από τον νομοθέτη ότι ο περιορισμός της φοροδιαφυγής συνιστά επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, που προστατεύεται από το άρθρο 106 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στην ανάγκη προστασίας της εθνικής οικονομίας.
Σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου, είναι δεσπόζουσα η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και κάθε εξουσία πηγάζει και νομιμοποιείται από τον λαό και ασκείται μόνο προς χάρη αυτού. Έναντι, λοιπόν, ποιών δικαιωμάτων των πολιτών και μέχρι ποιού σημείου είναι δυνατή η επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος;
Η δημοκρατία στηρίζεται στην ενότητα, στοχεύει στο συλλογικό καλό και έτσι λειτουργεί με βάση την αναλογία. Ο περιορισμός των δικονομικών δικαιωμάτων και η αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου είναι συνταγματικά ανεκτοί μόνο όταν δεν παραβιάζουν τον πυρήνα θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, όπως η παροχή εννόμου προστασίας και η μη επιβολή ποινής χωρίς διάταξη νόμου. Είναι ανεκτοί, μόνο όταν συνιστούν το ανάλογο πρόσφορο μέσο για την επιδίωξη του σκοπού.
Πώς λοιπόν θα μπορούσαν οι ρυθμίσεις των δύο τελευταίων νόμων να συνιστούν πρόσφορα μέσα, όταν η κυβέρνηση και η βουλή δεν έχουν λάβει μέχρι σήμερα κανένα ουσιαστικό μέτρο, ικανό να αναδιατάξει τις φορολογικές αρχές οι οποίες είναι από το Σύνταγμα αρμόδιες για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής;
Όταν η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι οι φορολογικές υπηρεσίες έχουν αποδιοργανωθεί και δεν υπηρετούν τον θεσμικό τους ρόλο, πώς νομιμοποιείται δημοκρατικά ο περιορισμός συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών χωρίς προηγουμένως να καταβληθούν οι αναγκαίες προσπάθειες για την οργάνωση των φορολογικών Αρχών και την βεβαίωση και είσπραξη των φόρων;
Ο εκφοβισμός των πολιτών και η στέρηση των δικαιωμάτων τους, συνιστά έλλειμμα δημοκρατίας και όχι πρόσφορο μέτρο για την εξυπηρέτηση κανενός σκοπού σε ένα σύγχρονο κράτος. Ιδίως, όταν προηγουμένως δεν έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα, ώστε οι αρμόδιες αρχές να ασκούν αποτελεσματικά το έργο τους και στην συγκεκριμένη περίπτωση να μεριμνούν για την ομαλή εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού.
Ασπασία Κων. Μάλλιου
ΠΗΓΗ: ΔΕΛΤΙΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο Διαχειριστής δεν υποχρεούται σε απαντήσεις επί των σχολίων. Οι απαντήσεις σε ερωτήματα δίδονται έναντι αμοιβής, όπως αναφέρεται σχετικά στο πάνω μέρος του ιστολογίου στο κουτάκι με το τίτλο ΡΩΤΗΣΤΕ ΜΑΣ.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.